Σάββατο 31 Μαΐου 2014

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ

Ἀ­ριθ­μὸς 22
Κυ­ρια­κὴ Ζ΄ τῶν Ἁ­γί­ων Πα­τέ­ρων τῆς Α΄ Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου
1 Ἰ­ου­νί­ου 2014
Ἰ­ω­άν­νου ιζ΄, 1-13
Γιὰ αἰ­ῶ­νες ὁ­λό­κλη­ρους, ἀ­γα­πη­τοί μου ἀ­δελ­φοί, οἱ ἄν­θρω­ποι τε­λοῦ­σαν ὑ­πὸ πλή­ρη ἄ­γνοι­α γιὰ τὸν ἀ­λη­θι­νὸ Θε­ό. Στὴν προ­σπά­θειά τους νὰ ἱ­κα­νο­ποι­ή­σουν ἐ­σω­τε­ρι­κὲς ἀ­να­ζη­τή­σεις, στρέ­φον­ταν στὴ λα­τρεί­α τῶν εἰ­δώ­λων, ἡ ὁ­ποί­α χα­ρα­κτη­ρι­ζό­ταν σα­φῶς ἀ­πὸ τὴν μα­ται­ό­τη­τα.
Κα­νέ­νας ἄν­θρω­πος δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ δώ­σει πλη­ρο­φο­ρί­ες γιὰ τὸν ἀ­λη­θι­νὸ Θε­ό.  Ὅ­πως ἄλ­λω­στε μᾶς πλη­ρο­φο­ρεῖ ὁ Εὐ­αγ­γε­λι­στὴς Ἰ­ω­άν­νης «Θε­ὸν οὐ­δεὶς ἐ­ώ­ρα­κεν πώ­πο­τε».  Ἔ­τσι ὁ ἀ­λη­θι­νὸς Θε­ὸς γί­νε­ται ἄν­θρω­πος γιὰ νὰ δώ­σει τὴ δυ­να­τό­τη­τα τῆς Θε­ο­γνω­σί­ας.
Ὁ Υἱ­ὸς καὶ Λό­γος τοῦ Θε­οῦ ὁ ὁ­ποῖ­ος σαρ­κώ­θη­κε, στὴν ἀρ­χι­ε­ρα­τι­κή Του προ­σευ­χή, ἀ­να­φέρ­θη­κε καὶ στὸ ἔρ­γο Του γιὰ τὴν ἀ­πο­κά­λυ­ψη τοῦ Θε­οῦ στοὺς ἀν­θρώ­πους. Εἶ­πε χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά: «Πά­τερ, ἐ­φα­νέ­ρω­σά σου τὸ ὄ­νο­μα τοῖς ἀν­θρώ­ποις». Ἐ­δῶ φαί­νε­ται ὅ­τι στὸ πρό­σω­πο τοῦ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ ἀ­πο­κα­λύ­πτε­ται ὁ Θε­ὸς καὶ δί­νει τὴ δυ­να­τό­τη­τα στὸν ἄν­θρω­πο νὰ τὸν πλη­σιά­σει καὶ νὰ ἑ­νω­θεῖ μα­ζί Του.
Ὁ Κύ­ριος κα­τὰ τὴν ἐ­πὶ γῆς πα­ρου­σί­α Του ὅ­ταν κή­ρυτ­τε καὶ θαυ­μα­τουρ­γοῦ­σε, εἶ­χε πάν­το­τε μα­ζί Του τοὺς μα­θη­τὲς καὶ ἀ­πο­στό­λους Του. Ἐ­κεῖ­νοι ὅ­ταν κλή­θη­καν ἀ­πὸ τὸν Ἰ­η­σοῦ «ἀ­φέν­τες ἅ­παν­τα ἠ­κο­λού­θη­σαν Αὐ­τῷ». Τοὺς δό­θη­κε ἔ­τσι εὐ­και­ρί­α νὰ μυ­η­θοῦν στὸ βά­θος τῆς δι­δα­σκα­λί­ας καὶ τοῦ ἔρ­γου Του. Σὲ με­ρι­κὲς μά­λι­στα πε­ρι­πτώ­σεις, ὅ­πως φα­νε­ρώ­νει ἡ γρα­φί­δα τῶν Εὐ­αγ­γε­λι­στῶν, ἔ­γι­ναν δέ­κτες με­γά­λων ἀ­πο­κα­λύ­ψε­ων. Μὲ αὐ­τὸ τὸν τρό­πο ἔ­γι­ναν ἱ­κα­νοὶ νὰ κη­ρύ­ξουν τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο καὶ τὴν ἀ­λή­θειά Του εἰς πάν­τα τὰ Ἔ­θνη. Μὲ αὐ­τὸ τὸν τρό­πο ἔ­γι­ναν συ­νερ­γοὶ τοῦ Θε­οῦ στὴν ἀ­ναγ­γε­λί­α τοῦ θε­λή­μα­τός Του, με­τα­βαί­νον­τας μά­λι­στα ἀ­πὸ τό­πο σὲ τό­πο καὶ φθά­νον­τας στὰ πέ­ρα­τα τῆς οἰ­κου­μέ­νης. Ὡς ἐ­φό­δια εἶ­χαν τὴν στε­ρε­ὰ πί­στη τους, ἡ ὁ­ποί­α γι­νό­ταν μέ­σο γιὰ νὰ δι­α­δο­θεῖ τὸ ἀ­να­στά­σι­μο μή­νυ­μα σὲ ὅ­λο τὸν κό­σμο. Μὲ τὸν τρό­πο αὐ­τὸ ἡ ἀ­λή­θεια κρα­τή­θη­κε ἀ­νό­θευ­τη ἀ­πὸ τὶς πλά­νες καὶ τὶς ἐ­πι­δρά­σεις τῶν αἱ­ρε­τι­κῶν δι­δα­σκα­λι­ῶν.
Γιὰ τὴ δι­ά­δο­ση τοῦ ση­μαν­τι­κοῦ αὐ­τοῦ μη­νύ­μα­τος ποὺ τό­σο ἀ­νό­θευ­τα πρό­σφε­ραν οἱ Ἀ­πό­στο­λοι στὸν τό­τε κου­ρα­σμέ­νο κό­σμο, τὴ σκυ­τά­λη πῆ­ραν ἀρ­γό­τε­ρα οἱ Ἅ­γιοι καὶ Θε­ο­φό­ροι Πα­τέ­ρες, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἀ­φοῦ μὲ τὴ ζω­ὴ καὶ τὸ ἔρ­γο τους ἄ­φη­σαν τὸν ἑ­αυ­τό τους νὰ γί­νει δο­χεῖ­ο τῆς Θεί­ας Χά­ρι­τος, δι­ε­τρά­νω­σαν μὲ τοὺς πο­λύ­μο­χθους ἀ­γῶ­νες τους τὸ θαρ­ρα­λέ­ο ἀ­να­στά­σι­μο μή­νυ­μα τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου καὶ τὸ δι­ε­φύ­λα­ξαν ἀ­πὸ τὶς πλά­νες τῶν αἱ­ρέ­σε­ων. Ἔ­τσι ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μας σή­με­ρα, «ἑ­βδό­μη Κυ­ρια­κὴ ἀ­πὸ τοῦ Πά­σχα, τὴν ἐν Νι­καί­ᾳ Πρώ­την Οἰ­κου­με­νι­κὴν Σύ­νο­δον ἑ­ορ­τά­ζει τῶν τρι­α­κο­σί­ων δέ­κα καὶ ὀ­κτὼ θε­ο­φό­ρων Πα­τέ­ρων».
Ἦ­ταν τό­τε ποὺ ὁ Ἄ­ρει­ος μὲ τὶς πλά­νες του ἐ­πε­χεί­ρη­σε νὰ χτυ­πή­σει τὴν Ἐκ­κλη­σί­α ἀμ­φι­σβη­τών­τας τὴ Θε­ό­τη­τα τοῦ Κυ­ρί­ου μας καὶ ἑ­πο­μέ­νως τὴ δυ­να­τό­τη­τα τοῦ ἀν­θρώ­που νὰ σω­θεῖ. Οἱ 318 Πα­τέ­ρες τοὺς ὁ­ποί­ους τι­μᾶ σή­με­ρα ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μας, πρω­το­στά­τη­σαν σ’ ἕ­ναν ἀ­γῶ­να ὁ ὁ­ποῖ­ος κο­ρυ­φώ­θη­κε μὲ τὴ σύγ­κλη­ση τῆς Α΄ Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου στὴ Νί­και­α τῆς Βυ­θη­νί­ας προ­κει­μέ­νου ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α μας νὰ λάμ­πει σή­με­ρα καὶ νὰ μᾶς προ­σφέ­ρει τὶς ἀ­στεί­ρευ­τες πη­γὲς τῆς ἀ­λή­θειάς Της.
Ἀ­γα­πη­τοὶ μου ἀ­δελ­φοί, ἡ πί­στη ποὺ μᾶς πα­ρέ­δω­σε ὁ Κύ­ριός μας ἀλ­λὰ καὶ οἱ ἅ­γιοι Ἀ­πό­στο­λοι καὶ οἱ Πα­τέ­ρες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας εἶ­ναι ὅ,τι πιὸ πο­λύ­τι­μο μπο­ροῦ­με νὰ ἔ­χου­με σὰν πυ­ξί­δα στὴ ζω­ή μας. Ἔ­χου­με λοι­πὸν χρέ­ος νὰ ἀ­κο­λου­θή­σου­με τὶς δι­κές τους φω­τει­νὲς πυ­ξί­δες οἱ ὁ­ποῖ­ες μᾶς ἀ­νε­βά­ζουν σὲ κο­ρυ­φές, ὅ­που ὁ ἄν­θρω­πος μπο­ρεῖ νὰ γεύ­ε­ται τῶν καρ­πῶν τῆς Θε­ο­γνω­σί­ας. Ἀ­μήν.
Πηγή: Ιερά Μητρόπολη Χίου

Σάββατο 24 Μαΐου 2014

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ

 Ἀ­ριθ­μὸς 21
Κυ­ρια­κὴ ΣΤ΄ τοῦ Τυ­φλοῦ
25 Μα­ΐ­ου 2014
Ἰ­ω­άν­νου θ΄, 1-38
Χρι­στὸς Ἀ­νέ­στη!
Γεν­νή­θη­κε, ἀ­γα­πη­τοὶ μου ἀ­δελ­φοί, ἡ τα­λαι­πω­ρη­μέ­νη ἐ­κεί­νη ὕ­παρ­ξη χω­ρὶς νὰ ἀ­πο­λαμ­βά­νει τὸ θεῖ­ο δῶ­ρο τῆς ὅ­ρα­σης. Ἄ­κου­ε μό­νο γιὰ τὶς ὀ­μορ­φι­ὲς τῆς φύ­σε­ως καὶ ἡ δο­κι­μα­σί­α του ἦ­ταν με­γα­λύ­τε­ρη, για­τί δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ ἔ­χει καὶ θέ­α­ση εἰ­κό­νων καὶ πραγ­μά­των. Δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ κοι­τά­ξει οὔ­τε τὸ δι­πλα­νό του καὶ ἡ ζω­ὴ του ἦ­ταν ἀ­νυ­πό­φο­ρη, βυ­θι­σμέ­νη στὴν κυ­ρι­ο­λε­ξί­α στὸ σκο­τά­δι.
Ὁ ἄν­θρω­πος αὐ­τός, βέ­βαι­α, βί­ω­νε ὀ­δυ­νη­ρὰ τὴ στέ­ρη­ση τῆς σω­μα­τι­κῆς ὅ­ρα­σης. Πο­λὺ ὅ­μως πιὸ τρα­γι­κὴ ἦ­ταν σί­γου­ρα ἡ θέ­ση τῶν Φα­ρι­σαί­ων, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἦ­ταν βυ­θι­σμέ­νοι στὸ πνευ­μα­τι­κὸ σκο­τά­δι, στὸ ἐ­φι­αλ­τι­κὸ ἔ­ρε­βος τῆς ὑ­πο­κρι­σί­ας τους. Εἶ­χαν ἑρ­μη­τι­κὰ κλει­στὰ τὰ μά­τια τῆς ψυ­χῆς τους. Στὴν πε­ρί­πτω­σή τους ἴ­σχυ­ε ὁ λό­γος τοῦ Εὐ­αγ­γε­λι­στῆ Ἰ­ω­άν­νη, ὁ ὁ­ποῖ­ος δι­α­πι­στώ­νει: «Τὸ φῶς ἐ­λή­λυ­θεν εἰς τὸν κό­σμον, καὶ ἠ­γά­πη­σαν μᾶλ­λον οἱ ἄν­θρω­ποι τὸ σκό­τος ἢ τὸ φῶς».
Μὲ τὴν ἀ­που­σί­α τῆς σω­μα­τι­κῆς του ὅ­ρα­σης ὁ τυ­φλὸς δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ ἔ­χει ἀν­τί­λη­ψη τῶν πραγ­μά­των. Ὡ­στό­σο, ἐ­κεῖ­νο ποὺ τε­λι­κὰ ἀ­πο­δεί­χθη­κε στὴν πρά­ξη ἦ­ταν ὅ­τι τὸ φῶς τῶν μα­τι­ῶν τῆς ψυ­χῆς του τὸν βο­η­θοῦ­σε νὰ κα­τα­νο­εῖ βα­θύ­τε­ρα πραγ­μα­τι­κό­τη­τες τῆς ζω­ῆς.
Αὐ­τὸ συ­νέ­τει­νε στὸ νὰ κα­τα­νο­ή­σει ὅ­τι αὐ­τὸς ποὺ τὸν θε­ρά­πευ­σε δὲν ἦ­ταν κά­ποι­ος θαυ­μα­το­ποι­ός. Ἦ­ταν «προ­φή­της». Πί­στευ­ε γιὰ τὸν Κύ­ριο ποὺ τὸν θε­ρά­πευ­σε ὅ­τι ἦ­ταν «θε­ο­σε­βής». Ὅ­τι «πράτ­τει τὸ θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ» καὶ ὅ­τι «ἂν δὲν ἦ­ταν ἀ­πε­σταλ­μέ­νος ἀ­πὸ τὸν Θε­ό, δὲν θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ κά­νει ἀ­πο­λύ­τως τί­πο­τε, οὔ­τε θαύ­μα­τα οὔ­τε ὁ­ποι­ο­δή­πο­τε κα­λό».
Οἱ κα­τὰ τὰ ἄλ­λα ὑ­γι­εῖς Φα­ρι­σαῖ­οι, συλ­λαμ­βά­νον­ταν σχε­δὸν κα­τὰ κα­νό­να νὰ κρα­τοῦν ἑρ­μη­τι­κὰ κλει­στὰ τὰ μά­τια τῆς ψυ­χῆς τους. Οἱ ὄ­χι ἀ­γα­θὲς προ­θέ­σεις καὶ δι­α­θέ­σεις τους, τοὺς ἄ­φη­ναν ἀ­δι­ά­φο­ρους μπρο­στὰ στὴν ἀ­λή­θεια καὶ τὸ ἀ­γα­θό. Δυ­στυ­χῶς καὶ στὶς δι­κές μας μέ­ρες εἶ­ναι πολ­λοὶ ἐ­κεῖ­νοι ποὺ ἀρ­νοῦν­ται ἐ­πί­μο­να νὰ δε­χθοῦν τὴν ἀ­λή­θεια τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καὶ κλεί­νον­ται στὸ ἐ­γώ τους. Δὲν δι­α­θέ­τουν τὴν ὅ­ρα­ση τῆς ψυ­χῆς γιὰ νὰ ἀν­τι­κρί­σουν τὴν ἀ­λή­θεια.
Ἔρ­χε­ται καὶ σή­με­ρα ὁ Χρι­στὸς γιὰ νὰ μᾶς ἀ­παλ­λά­ξει ἀ­πὸ τὴν «τυ­φλό­τη­τά» μας. Τὴν πα­θο­γέ­νεια ποὺ μᾶς προ­σβάλ­λει καὶ δὲν μᾶς ἐ­πι­τρέ­πει νὰ βλέ­που­με κα­θα­ρὰ τὶς εἰ­κό­νες τῆς ζω­ῆς καὶ τῆς ἀ­λή­θειάς της. Ὡ­στό­σο, μᾶς ἀ­φή­νει ἀ­δι­ά­φο­ρους ἡ πα­ρου­σί­α του.
Προ­τι­μοῦ­με νὰ ζοῦ­με στὸ σκο­τά­δι καὶ νὰ ἀρ­νού­μα­στε τὸ ἀ­λη­θι­νὸ φῶς. Τὸ λυ­τρω­τι­κό του ἔρ­γο δὲν ἄγ­γι­ζε μό­νο τοὺς ἀν­θρώ­πους μί­ας ἐ­πο­χῆς ἀλ­λὰ ἐ­πε­κτεί­νε­ται στοὺς αἰ­ῶ­νες καὶ τὸ φῶς του κα­ταυ­γά­ζει ὅ­λους καὶ ὅ­λα. Ἀρ­κεῖ νὰ τὸ δε­χθοῦ­με στὴ ζω­ή μας καὶ νὰ τοῦ προ­σφέ­ρου­με κα­τά­λυ­μα στὴν καρ­διά μας.
Ἀ­γα­πη­τοὶ μου ἀ­δελ­φοί, ὁ τυ­φλὸς πί­στε­ψε στὸν Χρι­στὸ καὶ ὁ­μο­λό­γη­σε τὴν Θε­ό­τη­τά του. Ἄ­φη­σε ἀ­νοι­κτὴ τὴν ὕ­παρ­ξή του γιὰ νὰ δε­χθεῖ τὶς εὐ­ερ­γε­τι­κές του ἐ­νέρ­γει­ες καὶ νὰ βρεῖ τὸ φῶς του. Ἡ σω­μα­τι­κὴ τυ­φλό­τη­τα ἀ­φή­νει κά­ποι­ους συ­ναν­θρώ­πους μας νὰ ἔ­χουν τὴ δι­κή τους δο­κι­μα­σί­α στὴ ζω­ή.
Τὰ συμ­πτώ­μα­τα ὅ­μως τῆς ψυ­χι­κῆς τύ­φλω­σης εἶ­ναι πο­λὺ πιὸ φο­βε­ρὰ για­τί δὲν ἀ­φή­νουν τὸν ἄν­θρω­πο νὰ δε­χθεῖ στὴ ζω­ὴ του τὴν χα­ρὰ τῆς ἀ­λη­θι­νῆς ζω­ῆς καὶ τὸν ἀ­φή­νουν νὰ ἀ­σφυ­κτιᾶ στὶς ἀ­να­θυ­μιά­σεις τοῦ θα­νά­του.
Εἶ­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸ αὐ­τὸ ποὺ ἔ­λε­γε στοὺς ψαλ­μοὺς του ὁ Δα­βίδ: «Κύ­ρι­ε, φώ­τι­σον τοὺς ὀ­φθαλ­μούς μου μή­πο­τε ὑ­πνώ­σω εἰς θά­να­τον». Ἂς ἐμ­πι­στευ­θοῦ­με, λοι­πόν, τὸν ἑ­αυ­τό μας στὶς ἀγ­κά­λες τοῦ Χρι­στοῦ, ὥ­στε νὰ πο­ρευ­ό­μα­στε μέ­σα ἀ­πὸ τὴν ἀ­κτι­νο­βο­λί­α τοῦ φω­τὸς τῆς θεί­ας Του πα­ρου­σί­ας. Ἀ­μήν.
Πηγή: Ιερά Μητρόπολη Χίου

Σάββατο 17 Μαΐου 2014


ΙΕΡΑ  ΠΑΝΗΓΥΡΙΣ
 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ  ΚΑΙ  ΕΛΕΝΗΣ

ΕΝΑΝΤΙ  ΚΑΡΡΑΔΕΙΟΥ  ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ  ΣΧΟΛΕΙΟΥ
       Την προσεχή Τετάρτη  21 Μαϊου 2014  πανηγυρίζει  μετά πάσης εκκλησιαστικής μεγαλοπρεπείας και λαμπρότητος ο Ιερός Ναός των Αγίων Θεοσέπτων Ισαποστόλων 
 
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΑΙ ΕΛΕΝΗΣ
(έναντι Καρραδείου Δημοτικού Σχολείου).
        Ο Μέγας  Πανηγυρικός Εσπερινός  θα αρχίσει  την 7ην μ.μ. της Τρίτης 20 Μαϊου 2014, ο δε Όρθρος μετά της Θείας Λειτουργίας την 7ην πρωϊνή της Τετάρτης.
       Τους χορούς των Ιεροψαλτών θα διευθύνει ο Πρωτοψάλτης του Ιερού μας Ναού κ. Θεόδωρος Κουτσούδης.
          Προσκαλούνται οι φιλέορτοι Χριστιανοί όπως προσέλθουν εις την ιεράν πανήγυριν.

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ

Ἀ­ριθ­μὸς 20
Κυ­ρια­κὴ Ε΄ τῆς Σα­μα­ρεί­τι­δος
18 Μα­ΐ­ου 2014
Ἰ­ω­άν­νου δ΄, 5-42
Χρι­στὸς Ἀ­νέ­στη!
Ἡ ἀ­να­κά­λυ­ψη τοῦ βα­θύ­τε­ρου νο­ή­μα­τος τῆς ζω­ῆς, ἀ­γα­πη­τοὶ μου ἀ­δελ­φοί, περ­νᾶ μέ­σα ἀ­πὸ τὴν ἀ­λή­θεια τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ὅ­πως μᾶς τὴν ἀ­πο­κα­λύ­πτει ὁ ἴ­διος ὁ Κύ­ριος. Ἡ ση­με­ρι­νὴ εὐ­αγ­γε­λι­κὴ πε­ρι­κο­πὴ μᾶς βά­ζει ἀ­κρι­βῶς μπρο­στὰ ἀ­πὸ αὐ­τὴ τὴ με­γά­λη πρό­κλη­ση. Νὰ ἀ­νοί­ξου­με τὸν ἑ­αυ­τό μας, νὰ τὸν κα­τα­στή­σου­με δι­ά­φα­νο, γιὰ νὰ δε­χθεῖ τὴ με­γά­λη ἀ­λή­θεια τῆς ζω­ῆς, ἡ ὁ­ποί­α εἶ­ναι ἐ­κεί­νη ποὺ σώ­ζει καὶ ἀ­νε­βά­ζει τὸν ἄν­θρω­πο στὶς πιὸ ψη­λὲς πνευ­μα­τι­κὲς κο­ρυ­φο­γραμ­μές.
Χρο­νι­κὰ καὶ ἐ­ορ­το­λο­γι­κὰ βρι­σκό­μα­στε στὸ μέ­σο πε­ρί­που τῆς πο­ρεί­ας μας πρὸς τὴν Πεν­τη­κο­στή. Εἶ­ναι ἴ­σως ἡ πιὸ κα­τάλ­λη­λη στιγ­μὴ γιὰ νὰ γί­νου­με κοι­νω­νοὶ τῆς ἀ­πο­κά­λυ­ψης ποὺ ὁ ἴ­διος ὁ Κύ­ριος κά­νει στὴ συ­νάν­τη­σή του μὲ τὴ Σα­μα­ρεί­τι­δα. Ὅ­τι δη­λα­δὴ ὁ ἴ­διος εἶ­ναι τὸ «ὕ­δωρ τὸ ζῶν», τὸ «ἀλ­λό­με­νον εἰς ζω­ὴν αἰ­ώ­νιον». Μί­α ἀ­λή­θεια, ἡ ὁ­ποί­α ἐ­πι­βάλ­λε­ται νὰ ἀγ­γί­ξει ὑ­παρ­κτι­κὰ τὸν ἄν­θρω­πο καὶ νὰ τὸν ἀ­πο­γει­ώ­σει, νὰ τὸν ἀ­νυ­ψώ­σει πνευ­μα­τι­κά.
Ὁ Χρι­στὸς στὸ πρό­σω­πο τῆς γυ­ναί­κας ἐ­κεί­νης, τῆς Σα­μα­ρεί­τι­δας – ἡ ὁ­ποί­α ἦ­ταν καὶ ἀλ­λο­ε­θνὴς καὶ κου­βα­λοῦ­σε κοι­νω­νι­κὰ καὶ ἐ­θνι­κὰ στίγ­μα­τα – συ­ναν­τᾶ τὸν κά­θε ἄν­θρω­πο, τὸν κα­θέ­να ἀ­πὸ μᾶς ξε­χω­ρι­στά. Μᾶς ἀ­πο­κα­λύ­πτει συγ­κλο­νι­στι­κὲς ἀ­λή­θει­ες. Δὲν εἶ­ναι ἁ­πλὰ μί­α πε­ρί­πτω­ση ἑ­νὸς Ἰ­ου­δαί­ου ποὺ συ­ζη­τᾶ μὲ μί­α Σα­μα­ρεί­τισ­σα.
Εἶ­ναι ὁ Υἱ­ὸς τοῦ Θε­οῦ, ὁ Σω­τή­ρας τοῦ κό­σμου ποὺ ἐ­πι­κοι­νω­νεῖ μὲ ὅ­λους. Ἀ­κό­μα καὶ μὲ τοὺς πιὸ πε­ρι­φρο­νη­μέ­νους τοῦ κό­σμου, γιὰ νὰ προ­σφέ­ρει ἀ­φει­δώ­λευ­τα τὴν ἀ­γά­πη καὶ τὴν Χά­ρη του. Ἡ ἀ­λή­θειά του ποὺ εἶ­ναι ἡ ἴ­δια ἡ ζω­ή, ρέ­ει ἀ­πὸ τὴν πα­ρου­σί­α του ὡς ὕ­δωρ ζῶν, ποὺ ξε­δι­ψᾷ πραγ­μα­τι­κὰ τὸν κά­θε ἄν­θρω­πο, ὅ­σο κου­ρα­σμέ­νος, ὅ­σο τα­λαι­πω­ρη­μέ­νος καὶ ἂν εἶ­ναι. Κα­τα­ξι­ώ­νει τὸν κα­θέ­να μας ὡς «πρό­σω­πο», μὲ τὴν ἰ­δι­αί­τε­ρη ἀ­ξί­α καὶ πνευ­μα­τι­κὴ ἀρ­χον­τιά του.
Ἀγ­γί­ζει πιὸ πο­λὺ τὸ ση­με­ρι­νὸ ἄν­θρω­πο ποὺ πε­ρι­πλα­νᾶ­ται ἀ­πὸ ἀ­δι­έ­ξο­δο σὲ ἀ­δι­έ­ξο­δο καὶ βρί­σκε­ται μο­νί­μως ἀ­πο­προ­σα­να­το­λι­σμέ­νος, χω­ρὶς τὴν πυ­ξί­δα τῆς ζω­ῆς, ποὺ εἶ­ναι ὁ ἴ­διος ὁ Χρι­στὸς καὶ ἡ Ἐκ­κλη­σί­α του. Ἡ ἰ­σχυ­ρὴ βε­βαι­ό­τη­τα ποὺ ἔ­χου­με ἀ­πὸ τὴν εὐ­αγ­γε­λι­κὴ ἀ­λή­θεια εἶ­ναι ὅ­τι ὁ Χρι­στὸς πε­ρι­μέ­νει σὲ κά­θε στιγ­μὴ τῆς ζω­ῆς μας γιὰ νὰ μᾶς συ­ναν­τή­σει.
Σύμ­φω­να μὲ τὴν Ἀ­πο­κά­λυ­ψη «ἵ­στα­ται ἐ­πὶ τὴν θύ­ραν καὶ κρού­ει». Μᾶς κα­λεῖ ὅ­λους καὶ τὸν κα­θέ­να ξε­χω­ρι­στά, προ­σω­πι­κά. «Τὰ ἴ­δια πρό­βα­τα φω­νεῖ κὰ­τ’ ὄ­νο­μα», γιὰ νὰ γί­νου­με δέ­κτες τῆς προ­σφο­ρᾶς τῆς θε­ϊ­κῆς του ἀ­γά­πης.
Ὁ Χρι­στὸς κά­θε­ται στὸ πη­γά­δι τοῦ Ἰ­α­κὼβ καὶ συ­ζη­τεῖ μὲ τὴ Σα­μα­ρεί­τι­δα, τὴν ἄ­γνω­στη, τὴ στιγ­μα­τι­σμέ­νη καὶ ἀ­νώ­νυ­μη μέ­χρι τό­τε ἐ­κεί­νη γυ­ναῖ­κα. Τῆς ζη­τᾶ νε­ρό. Ὁ Κύ­ριος ζη­τᾶ ἀ­πὸ ὅ­λους μας κά­ποι­ες κι­νή­σεις, κά­ποι­ες ἐ­νέρ­γει­ες. Ζη­τᾶ τὴν προ­σφο­ρὰ τῆς δι­κῆς μας ἀ­γά­πης γιὰ νὰ ἀ­πο­τολ­μή­σου­με τὴν ἔ­ξο­δο ἀ­πὸ τὸ ἐ­γὼ καὶ τὸν ἀ­το­μι­κι­σμό μας.
Ἰ­δι­αί­τε­ρα μά­λι­στα σή­με­ρα ποὺ ἔ­χου­με ἐγ­κα­τα­λεί­ψει ἄ­σπλα­χνα τὸν ἑ­αυ­τό μας στὰ ἀ­σφυ­κτι­κὰ γρα­νά­ζια τῆς ἐ­γω­κεν­τρι­κό­τη­τας, ἡ ἀν­τα­πό­κρι­σή μας στὴν πρό­σκλη­ση τοῦ Κυ­ρί­ου νὰ συ­ναν­τη­θοῦ­με μα­ζί του καὶ νὰ ξε­δι­ψά­σου­με ἀ­πὸ τὴν ἀ­λή­θειά του, εἶ­ναι ἄ­κρως ση­μαν­τι­κή.
Ὅ­πως καὶ ἐ­μεῖς πολ­λὲς φο­ρὲς σή­με­ρα, ἔ­τσι καὶ ἡ Σα­μα­ρεί­τισ­σα τό­τε λει­τούρ­γη­σε στὴν ἀρ­χὴ πε­ρισ­σό­τε­ρο νο­η­σι­αρ­χι­κά, ὅ­ταν ὁ Χρι­στὸς τῆς ζή­τη­σε νε­ρὸ ποὺ ἀν­τλοῦ­σε ἀ­πὸ τὸ βα­θὺ πη­γά­δι. Τὸ μυα­λὸ ὑ­πέ­βαλ­λε ὅ­τι ὁ Ἰ­ου­δαῖ­ος εἶ­ναι ἐ­χθρὸς καὶ σὲ κα­μιὰ πε­ρί­πτω­ση δὲν ἄ­ξι­ζε τῆς ὁ­ποι­ασ­δή­πο­τε προ­σφο­ρᾶς.
Ὁ Χρι­στὸς ὅ­μως θέ­λει νὰ τῆς προ­σφέ­ρει τὸ ἀ­λη­θι­νὸ φῶς τῆς ζω­ῆς. Μέ­σω τοῦ δι­α­λό­γου ποὺ ἔ­χει μα­ζί της, δί­νει τὴ δυ­να­τό­τη­τα στὴ γυ­ναῖ­κα νὰ συ­ναι­σθαν­θεῖ τὴν ψυ­χι­κή της κα­τά­στα­ση, τὴν ἁ­μαρ­τω­λό­τη­τά της. Ἔ­τσι ὁ­δη­γεῖ­ται στὸ γκρέ­μι­σμα τοῦ τεί­χους τοῦ ἐ­γω­ι­σμοῦ ποὺ ἦ­ταν μέ­χρι τό­τε ἀ­δι­α­πέ­ρα­στο. Σὲ ση­μεῖ­ο μά­λι­στα ποὺ νὰ βλέ­πει τώ­ρα κα­θα­ρὰ μὲ τὰ μά­τια τῆς ψυ­χῆς της. Ἀ­να­γνω­ρί­ζει, λοι­πόν, τὶς προ­φη­τι­κὲς ἱ­κα­νό­τη­τες τοῦ συ­νο­μι­λη­τῆ της. Κα­τα­ξι­ώ­νε­ται νὰ γί­νει δέ­κτης τῆς πιὸ με­γά­λης ἀ­πο­κά­λυ­ψης: τῆς Θε­ό­τη­τας τοῦ Κυ­ρί­ου. «Ἐ­γὼ εἰ­μὶ ὁ λα­λῶν σοί».
Ἀ­γα­πη­τοὶ μου ἀ­δελ­φοί, ὁ Χρι­στὸς αὐ­τὸ ποὺ μᾶς ζη­τᾶ εἶ­ναι νὰ ἀ­νοί­ξου­με τὴν καρ­διά μας γιὰ νὰ δε­χό­μα­στε τὴν ἀ­γά­πη του. Ὅ­ταν τὴν ὕ­παρ­ξή μας κα­ταυ­γά­ζει ἡ θεί­α πα­ρου­σί­α, τό­τε αἰ­σθα­νό­μα­στε τὴν ἀ­νάγ­κη νὰ λα­τρεύ­ου­με ἀ­λη­θι­νὰ τὸν Θε­ό. Ἡ ἀ­λη­θι­νὴ λα­τρεί­α, ὅ­πως μᾶς δι­α­βε­βαι­ώ­νει ὁ Χρι­στὸς εἶ­ναι ἡ «ἐν Πνεύ­μα­τι καὶ ἀ­λη­θεί­ᾳ». Εἶ­ναι ἡ γεύ­ση ὅ­τι ἡ ὕ­παρ­ξή μας ἀ­να­και­νί­ζε­ται ἀ­πὸ τὴν πα­ρου­σί­α τῆς ἀ­γά­πης του. Με­τα­βάλ­λε­ται σὲ Χρι­στο­ει­δή, μὲ ὅ­λη τὴν πνευ­μα­τι­κὴ ἀ­κτι­νο­βο­λί­α ποὺ μπο­ρεῖ νὰ ἐκ­πέμ­πει. Ἀ­μήν.                Πηγή: Ιερά Μητρόπολη Χίου

Τρίτη 13 Μαΐου 2014

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΕΡΡΩΝ κ. ΘΕΟΛΟΓΟΣ ΣΤΗΝ ΧΙΟ



ΕΘΙΜΟΤΥΠΙΚΗ ΕΠΙΣΚΕΨΗ 
ΣΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΛΑΤΟΜΙΤΙΣΣΑ

Χριστός Ανέστη.
       Εντελώς ξαφνικά επισκέφθηκε την ενορία μας ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Σερρών κ. Θεολόγος, συνοδευόμενος από τον Μητροπολίτη Χίου, Ψαρών και Οινουσσών κ. Μάρκο.
      Ο Σεβασμιώτατος εξεπλάγη με την πανέμορφη θέα που βρίσκεται  ο Ιερός Ναός καθώς επίσης  και από τα μαθήματα που διδάσκονται αφιλοκερδώς εντός του Κουκουναρείου Πνευματικού Κέντρου. Μεγάλη μας τιμή και ευλογία να επισκεφθεί τον Ιερό μας Ναό της Παναγίας Λατομιτίσσης και την ενορία μας ο ποιμενάρχης των Σερρών.
       Στον τεράστιο πλάτανο που βρίσκεται στον προαύλιο χώρο του ναού με την ολόδροση σκιά του, ξεκουράστηκαν λίγο οι αρχιερείς και οι συνοδοί τους.
      Ακολουθεί φωτογραφικό υλικό.


























Σάββατο 10 Μαΐου 2014

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ

Ἀ­ριθ­μὸς 18
Κυ­ρια­κὴ Δ΄ τοῦ Πα­ρα­λύ­του
11 Μα­ΐ­ου 2014
Ἰ­ω­άν­νου ε΄, 1-15
Χρι­στὸς Ἀ­νέ­στη!
Τρι­αν­τα­ο­κτὼ ὁ­λό­κλη­ρα χρό­νια ὁ πα­ρά­λυ­τος τοῦ ση­με­ρι­νοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου ἐ­τα­λαι­πω­ρεῖ­το καὶ περ­νοῦ­σε τὴν δι­κή του δο­κι­μα­σί­α. Ἴ­σως δι­ά­νυ­σε τὸ με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος τῆς ζω­ῆς του κά­τω ἀ­πὸ τὴ στο­ὰ τῆς θαυ­μα­τουρ­γι­κῆς κο­λυμ­βή­θρας τοῦ Σι­λω­άμ. Μά­ται­α ὅ­μως πε­ρί­με­νε ἕ­ναν ἄν­θρω­πο ποὺ θὰ τὸν συμ­πο­νοῦ­σε καὶ θὰ τὸν βο­η­θοῦ­σε νὰ μπεῖ στὴν κο­λυμ­βή­θρα μό­λις θὰ τα­ρασ­σό­ταν τὸ ὕ­δωρ.
Τὴ στιγ­μὴ ποὺ θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ εἶ­χε χά­σει κά­θε ἐλ­πί­δα ὁ πα­ρα­λυ­τι­κός τῆς πε­ρι­κο­πῆς μας, ἡ πα­ρου­σί­α τοῦ Κυ­ρί­ου ἀ­πο­βαί­νει καὶ πά­λι σω­τή­ρια. Ὁ μό­νος Φι­λάν­θρω­πος, ὁ Κύ­ριος καὶ Θε­ός μας, ποὺ κα­τὰ και­ροὺς ἔ­στελ­λε ἐ­κεῖ τὸν ἄγ­γε­λό του γιὰ νὰ τα­ράσ­σει τὸ νε­ρό, ὥ­στε ὁ πρῶ­τος ποὺ θὰ ἐ­ρί­πτε­το σὲ αὐ­τὸ νὰ γί­νε­ται ἀ­μέ­σως ὑ­γι­ής, ἦλ­θε τώ­ρα ὁ ἴ­διος. Ἀ­πευ­θύ­νε­ται στὸν πα­ρά­λυ­το καὶ τοῦ λέ­ει: «Θέ­λεις ὑ­γι­ὴς γε­νέ­σθαι;» Ὁ Κύ­ριος ἔ­κα­νε τὴν ἐ­ρώ­τη­ση αὐ­τή, ὄ­χι βέ­βαι­α για­τί ἀμ­φέ­βαλ­λε γιὰ τὴν ἐ­πι­θυ­μί­α τοῦ πα­ρα­λύ­του, ἀλ­λὰ γιὰ νὰ τὸν προ­βλη­μα­τί­σει καὶ νὰ μπο­ρέ­σει νὰ δι­εισ­δύ­σει βα­θύ­τε­ρα στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τῆς σω­τη­ρί­ας του. Ὁ πα­ρά­λυ­τος δὲν ἀ­πήν­τη­σε εὐ­θέ­ως στὴν ἐ­ρώ­τη­ση, ἀλ­λὰ ἐμ­μέ­σως ἐ­ξέ­φρα­σε καὶ τὸ πα­ρά­πο­νο ποὺ τὸν δι­α­κα­τεῖ­χε: «Κύ­ρι­ε, ἄν­θρω­πον οὐκ ἔ­χω, ἵ­να ὅ­ταν τα­ρα­χθῇ τὸ ὕ­δωρ, βά­λῃ μὲ εἰς τὴν κο­λυμ­βή­θραν, ἐ­ν ᾧ δὲ ἔρ­χο­μαι ἐ­γὼ, ἄλ­λος πρὸ ἐ­μοῦ κα­τα­βαί­νει». Ὁ Κύ­ριος ἔ­δω­σε ἀ­μέ­σως τὴν ὑ­γεί­α στὸν πα­ρα­λυ­τι­κὸ καὶ τοῦ συ­νέ­στη­σε νὰ πά­ρει στὸν ὦ­μο του τὸ κρε­βά­τι του καὶ νὰ περ­πα­τᾶ πλέ­ον ὑ­γι­ής. «Έ­γει­ρε, ἄ­ρον τὸν κρά­βα­τόν σου καὶ πε­ρι­πά­τει». Τὸ θαῦ­μα εἶ­χε γί­νει. Ὁ μέ­χρι ἐ­κεί­νη τὴ στιγ­μὴ πα­ρά­λυ­τος ἔ­γι­νε ὑ­γι­ής. Πῆ­ρε στὸν ὦ­μο του τὸ κρε­βά­τι πά­νω στὸ ὁ­ποῖ­ο τό­σα χρό­νια ἦ­ταν κα­τά­κει­τος.
Τὸ πα­ρά­πο­νο τοῦ πα­ρα­λυ­τι­κοῦ ποὺ με­τα­φρά­ζε­ται στὸ «ἄν­θρω­πον οὐκ ἔ­χω», μπο­ρεῖ νὰ ἐ­πα­να­λαμ­βά­νε­ται καὶ σή­με­ρα. Αὐ­τὸ δη­μι­ουρ­γεῖ καὶ τὸ δι­κό μας χρέ­ος καὶ τὴν ὑ­πο­χρέ­ω­ση νὰ συμ­πα­ρα­στε­κό­μα­στε μὲ κά­θε τρό­πο καὶ νὰ ἐκ­φρά­ζο­με τὴν ἐν Χρι­στῷ ἀ­γά­πη μας σὲ κά­θε πο­νε­μέ­νο συ­νάν­θρω­πό μας. Ὁ πό­νος καὶ ἡ θλί­ψη ἀλ­λὰ καὶ ἡ κά­θε δο­κι­μα­σί­α πα­ρου­σι­ά­ζον­ται στὴ ζω­ή μας καὶ λει­τουρ­γοῦν ὡς πρό­κλη­ση γιὰ νὰ στε­κό­μα­στε δί­πλα ἀ­πὸ τὸν κά­θε συ­νάν­θρω­πο ποὺ μᾶς ἔ­χει ἀ­νάγ­κη. Ἀ­κό­μα, σή­με­ρα ὑ­πάρ­χουν πά­ρα πολ­λοὶ «πα­ρα­λυ­τι­κοὶ» ποὺ δὲν χρει­ά­ζον­ται μό­νο ὑ­λι­κὴ ἢ σω­μα­τι­κὴ βο­ή­θεια ἀλ­λὰ κυ­ρί­ως πνευ­μα­τι­κή. Ἄλ­λω­στε ἡ θε­ρα­πεί­α ποὺ πρό­σφε­ρε ὁ Χρι­στὸς μὲ τὰ δι­ά­φο­ρα θαύ­μα­τα ποὺ ἐ­πι­τε­λοῦ­σε δὲν ἀ­φο­ροῦ­σε μό­νο τὸ σῶ­μα ἀλ­λὰ καὶ τὴν ψυ­χή, τὴν ἀ­παλ­λα­γὴ δη­λα­δὴ ἀ­πὸ τὴν ἁ­μαρ­τί­α καὶ τὶς συ­νέ­πει­ές της. Στὴν ἐ­πο­χὴ μας ἰ­δι­αί­τε­ρα, ποὺ δι­α­πι­στώ­νου­με νὰ ὑ­πάρ­χει μί­α πνευ­μα­τι­κὴ ἀ­γο­νί­α καὶ ἐ­ρη­μί­α, σ’ ἕ­ναν κό­σμο φο­βε­ρὰ χρε­ω­κο­πη­μέ­νο σὲ ἀ­ρε­τὲς καὶ ἀ­ξί­ες, ἀ­νοί­γει μπρο­στὰ μας ὁ δρό­μος γιὰ νὰ βο­η­θή­σου­με συ­να­θρώ­πους μας ποὺ βρί­σκον­ται βυ­θι­σμέ­νοι στὸ σκο­τά­δι τῆς ἁ­μαρ­τί­ας, ὥ­στε νὰ βροῦν τὸν δρό­μο τους καὶ νὰ φθά­σουν κον­τὰ στὸ Χρι­στό. Τὸν Μό­νο ποὺ μπο­ρεῖ νὰ μᾶς θε­ρα­πεύ­σει ἀ­πὸ κά­θε ἀ­σθέ­νεια ἀλ­λὰ καὶ ἀ­πὸ κά­θε μορ­φὴ κα­κοῦ. Νὰ τοὺς βο­η­θή­σου­με νὰ ἐν­τα­χθοῦν στὴν Ἐκ­κλη­σί­α καὶ νὰ γί­νουν ζων­τα­νὰ μέ­λῃ τοῦ Σώ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ, ὥ­στε μέ­σα ἀ­πὸ τὰ Μυ­στή­ρια νὰ βι­ώ­νουν τὴ Χά­ρη Του.
Ἀ­γα­πη­τοὶ μου ἀ­δελ­φοί, τὸ πα­ρά­πο­νο τοῦ πα­ρα­λυ­τι­κοῦ «ἄν­θρω­πον οὐκ ἔ­χω», ἀ­πο­τυ­πώ­νει μί­α πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ποὺ τό­σο ζων­τα­νὰ βι­ώ­νου­με καὶ στὴ δι­κή μας ἐ­πο­χή. Ἂς πλη­σι­ά­σου­με λοι­πὸν τὸν κά­θε συ­νάν­θρω­πό μας ποὺ θὰ πρέ­πει νὰ βλέ­που­με στὸ πρό­σω­πό του τὴν εἰ­κό­να τοῦ Θε­οῦ καὶ νὰ γί­νο­με πλη­σί­ον του σύμ­φω­να μὲ τὴ γνω­στὴ πα­ρα­βο­λὴ τοῦ Κα­λοῦ Σα­μα­ρεί­τη. Μὲ αὐ­τὸ τὸν τρό­πο μέ­σα ἀ­πὸ μί­α κοι­νω­νί­α ἀ­γά­πης μπο­ροῦ­με νὰ ἐ­να­πο­θέ­του­με ὁ­λό­κλη­ρο τὸν ἑ­αυ­τό μας μὲ ἐμ­πι­στο­σύ­νη στὴν ἀ­γά­πη τοῦ Κυ­ρί­ου μας, ὁ ὁ­ποῖ­ος εἶ­ναι ὁ μό­νος ποὺ μπο­ρεῖ νὰ μᾶς θε­ρα­πεύ­ει καὶ σω­μα­τι­κὰ καὶ ψυ­χι­κά. Ἀ­μήν.      Πηγή: Ιερά Μητρόπολη Χίου

Σάββατο 3 Μαΐου 2014

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ

Ἀ­ριθ­μὸς 17
Κυ­ρια­κὴ Γ΄ τῶν Μυ­ρο­φό­ρων
4 Μα­ΐ­ου 2014
M­άρ­κου ι­ε΄, 43-47, ι­στ΄, 1-8
Χρι­στὸς Ἀ­νέ­στη!
H Ἐκ­κλη­σί­α μας, ἀ­γα­πη­τοί μου ἀ­δελ­φοί, μᾶς πα­ρου­σιά­ζει σή­με­ρα τὰ πρό­σω­πα ἐ­κεῖ­να ποὺ συν­δέ­ον­ται μὲ μί­α μαρ­τυ­ρί­α ζω­ῆς γιὰ τὴ Σταυ­ρι­κὴ Θυ­σί­α καὶ τὴν Ἀ­νά­στα­ση τοῦ Κυ­ρί­ου. Ἔ­χου­με πρῶ­τα τὰ πρό­σω­πα τοῦ εὐ­σχή­μο­να βου­λευ­τῆ Ἰ­ω­σήφ τοῦ ἀ­πὸ Ἀ­ρι­μα­θαί­ας καὶ τοῦ Νι­κό­δη­μου, ποὺ ἦ­ταν κρυ­φὸς μα­θη­τὴς τοῦ Χρι­στοῦ. Ἔ­πει­τα, ἔ­χου­με τρεῖς ἅ­γι­ες γυ­ναι­κεῖ­ες μορ­φές, τὴ Μα­ρί­α τὴ Μα­γδα­λη­νή, τὴ Μα­ρί­α τὴ μη­τέ­ρα τοῦ Ἰ­α­κώ­βου καὶ τὴ Σα­λώ­μη, τὴ μη­τέ­ρα τῶν υἱ­ῶν τοῦ Ζε­βε­δαί­ου, τοῦ Ἰ­ω­άν­νου καὶ τοῦ Ἰ­α­κώ­βου.
Ὅ­λες αὐ­τὲς οἱ μορ­φὲς, ποὺ πα­ρε­λαύ­νουν μέ­σα ἀ­πὸ τὴ δι­ή­γη­ση τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου, ὑ­πῆρ­ξαν μάρ­τυ­ρες, ὁ Ἰ­ω­σὴφ καὶ ὁ Νι­κό­δη­μος τῆς τα­φῆς καὶ οἱ Μυ­ρο­φό­ρες της Ἀ­να­στά­σε­ως τοῦ Κυ­ρί­ου. Γιὰ τὶς Μυ­ρο­φό­ρες, ὁ ἱ­ε­ρὸς συ­να­ξα­ρι­στὴς ση­μει­ώ­νει: «Ἡ τοῦ Θε­οῦ Ἐκ­κλη­σί­α ταύ­τας πα­ρέ­λα­βεν ἐ­ορ­τά­ζειν: α) ὡς ἰ­δού­σας πρώ­τας Χρι­στὸν ἐκ νε­κρῶν, β) τοῖς πά­σι κα­ταγ­γει­λά­σας τὸ σω­τή­ριον κή­ρυγ­μα καὶ γ) τὴν κα­τὰ Χρι­στὸν πο­λι­τεί­αν με­τελ­θού­σας ἀ­ρί­στως καὶ μα­θη­τευ­θεί­σαις Χρι­στῷ».
Ἂς δοῦ­με εἰ­δι­κό­τε­ρα τὴν πε­ρί­πτω­ση τῶν Μυ­ρο­φό­ρων γυ­ναι­κῶν, ἀ­πὸ τὴν ὁ­ποί­α ἀν­τλοῦ­με βα­θύ­τα­τες ἀ­λή­θει­ες. Οἱ Μυ­ρο­φό­ρες ἄ­φη­σαν τὴν καρ­διά τους νὰ πυρ­πο­λη­θεῖ ἀ­πὸ τὴν ἀ­γά­πη τοῦ Δι­δα­σκά­λου. Αὐ­τὸ ἀ­κρι­βῶς τὸ ἄ­νοιγ­μα τῆς καρ­διᾶς, τοὺς ἔ­δι­νε τὴ βε­βαι­ό­τη­τα καὶ τὶς στε­ρέ­ω­νε στὴν πί­στη ὅ­τι Χρι­στὸς Ἀ­νέ­στη ἐκ νε­κρῶν, θα­νά­τῳ θά­να­τον πα­τή­σας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνή­μα­σι ζω­ὴν χα­ρι­σά­με­νος. Γι’ αὐ­τὸ καὶ δὲν ἔ­χουν ἀ­να­στο­λὲς νὰ σπεύ­σουν στὸ μνη­μεῖ­ο.
Ἐ­πι­θυ­μί­α ποὺ τὶς φλέ­γει εἶ­ναι νὰ δεί­ξουν ἔμ­πρα­κτα τὴν ἀ­γά­πη ποὺ πλημ­μυ­ρί­ζει ὅ­λη τὴν ὕ­παρ­ξή τους. Ἔ­τσι, «δι­α­γε­νο­μέ­νου τοῦ Σαβ­βά­του, Μα­ρί­α ἡ Μα­γδα­λη­νὴ καὶ Μα­ρί­α ἡ τοῦ Ἰ­α­κώ­βου καὶ Σα­λώ­μη ἠ­γό­ρα­σαν ἀ­ρώ­μα­τα ἵ­να ἐλ­θοῦ­σαι ἀ­λεί­ψω­σιν αὐ­τόν». Ὅ­ταν ἀ­γα­πᾶς ἕ­να πρό­σω­πο ση­μαί­νει ὅ­τι πα­ρα­δί­δεις τὸν ἑ­αυ­τό σου ἀ­πέ­ναν­τί του. Ἰ­δι­αί­τε­ρα, ἡ πα­ρά­δο­ση τοῦ ἀν­θρώ­που στὴν ἀ­γά­πη τοῦ Χρι­στοῦ, συ­νι­στᾶ ταυ­τό­χρο­να καὶ ὑ­πε­ρύ­ψω­σή του. Σ΄ αὐ­τὴν ἀ­κρι­βῶς τὴν προ­ο­πτι­κή τοῦ με­γα­λεί­ου τῆς θεί­ας ἀ­νά­βα­σης, οἱ ὅ­ποι­ες ἀ­δυ­να­μί­ες ρι­ζο­βο­λοῦν στὴν ψυ­χὴ τοῦ ἀν­θρώ­που, με­τα­ποι­οῦν­ται σὲ μί­α ἀ­νυ­πέρ­βλη­τη δύ­να­μη ποὺ τὸν ἀ­πο­γει­ώ­νουν σὲ δυ­σθε­ώ­ρη­τα πνευ­μα­τι­κὰ ὕ­ψη.
Βέ­βαι­α, οἱ Μυ­ρο­φό­ρες γυ­ναῖ­κες εἶ­χαν τὴν αἴ­σθη­ση τῆς ἀ­δυ­να­μί­ας: «Τίς ἀ­πο­κυ­λί­σει ἡ­μῖν τὸν λί­θον ἐκ τῆς θύ­ρας τοῦ μνη­με­ί­ου;». Στὴ βά­ση τῆς λο­γι­κῆς αὐ­τὸ φάν­τα­ζε νὰ εἶ­ναι ἀ­δύ­να­το. Ἡ δύ­να­μη ὅ­μως τῆς ἀ­γά­πης ποὺ τρέ­φει ὁ ἄν­θρω­πος στὸν Κύ­ριο, πα­ρα­κάμ­πτει τὰ ὁ­ποι­α­δή­πο­τε ἐμ­πό­δια ποὺ ὑ­ψώ­νον­ται στὴ ζω­ή του καὶ τὸν βά­ζει σὲ μί­α ἄλ­λη προ­ο­πτι­κή. Μὲ αὐ­τὸ τὸν τρό­πο καὶ οἱ Μυ­ρο­φό­ρες γυ­ναῖ­κες το­πο­θε­τή­θη­καν στὸ χῶ­ρο τῆς θαυ­μα­τουρ­γί­ας.
Δυ­στυ­χῶς, ἀ­πὸ τὸ ση­με­ρι­νὸ ἄν­θρω­πο ἀ­που­σιά­ζει ἡ θεί­α τόλ­μη ποὺ τρο­φο­δο­τεῖ­ται βέ­βαι­α ἀ­πὸ τὴν ἀ­γά­πη πρὸς τὸν Κύ­ριο. Ἀ­που­σιά­ζει αὐ­τὸ τὸ δυ­να­μι­κὸ στοι­χεῖ­ο ποὺ τὸν κα­τα­ξι­ώ­νει σὲ ἄλ­λα ἐ­πί­πε­δα ζω­ῆς, για­τί κλεί­νε­ται ἑρ­μη­τι­κὰ στὸν ἑ­αυ­τό του. Εἶ­ναι ἀ­κρι­βῶς ἐ­δῶ ποὺ οἱ Μυ­ρο­φό­ρες μᾶς δεί­χνουν τὸν τρό­πο τῆς ὑ­πέρ­βα­σης, τὴν ὁ­ποί­α θὰ πρέ­πει ἐ­πι­τέ­λους ν’ ἀ­πο­τολ­μή­σου­με στὴ ζω­ή μας. Αὐ­τὸς λοι­πὸν ὁ τρό­πος, πα­ρα­πέμ­πει στὸ ἄ­νοιγ­μα τοῦ ἑ­αυ­τοῦ μας. Ἕ­να ἄ­νοιγ­μα ποὺ θὰ μᾶς κα­τα­στή­σει αἰχ­μά­λω­τους στὴν ἀ­γά­πη τοῦ Χρι­στοῦ, ὥ­στε νὰ γί­νου­με ἀ­λη­θι­νὰ ἐ­λεύ­θε­ροι ἄν­θρω­ποι, στο­λι­σμέ­νοι μὲ ὅ­λα ἐ­κεῖ­να τὰ χα­ρί­σμα­τα ποὺ μᾶς κα­θι­στοῦν εἰ­κό­νες τοῦ Θε­οῦ, μᾶς κά­νουν νὰ εἴ­μα­στε θε­ο­ει­δεῖς.
Οἱ Μυ­ρο­φό­ρες γυ­ναῖ­κες, ὡς μάρ­τυ­ρες τῆς Ἀ­νά­στα­σης, δο­κί­μα­σαν στὴν καρ­διὰ τοὺς ἀ­νε­κλά­λη­τη χα­ρά. Δο­κί­μα­σαν ὅ­μως ταυ­τό­χρο­να καὶ «τρό­μο καὶ ἔκ­στα­ση». Τὶς Μυ­ρο­φό­ρες πλημ­μυ­ρί­ζει τὸ αἴ­σθη­μα τῆς χα­ρᾶς για­τί ὄ­χι μό­νο ξα­να­βλέ­πουν τὸν Κύ­ριό τους, ἀλ­λὰ για­τί τὸ με­γά­λο γε­γο­νὸς τῆς Ἀ­νά­στα­σης ἐκ­πέμ­πει τὸ πιὸ ἐλ­πι­δο­φό­ρο μή­νυ­μα πρὸς τὸν κό­σμο: ὅ­τι δη­λα­δὴ ὁ θά­να­τος κα­ταρ­γή­θη­κε. Ἀ­πορ­ρο­φή­θη­κε τὸ θα­να­τη­φό­ρο κεν­τρί του ἀ­πὸ τὸν Ἀρ­χη­γὸ τῆς Ζω­ῆς, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἄ­νοι­ξε πιὰ τὴν προ­ο­πτι­κή τῆς αἰ­ω­νι­ό­τη­τας, στὴν ὁ­ποί­α ἐμ­βάλ­λει τὸ δη­μι­ούρ­γη­μά Του.
Ἡ χα­ρὰ βέ­βαι­α τῶν Μυ­ρο­φό­ρων εἶ­ναι ἀ­νά­μι­κτη καὶ μ’ ἕ­ναν τρό­μο.  Προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ τὴν αἴ­σθη­ση ὅ­τι ἡ Ἀ­νά­στα­ση τοῦ Χρι­στοῦ χα­ρί­ζει μί­α και­νούρ­για ζω­ὴ πέ­ρα ἀ­πὸ τὰ ὅ­ρια τῆς ἐ­πί­γειας ὕ­παρ­ξής μας. Εἶ­ναι τὸ ἐ­πί­πε­δο τῆς ζω­ῆς τοῦ Θε­οῦ. Ἐ­δῶ εἶ­ναι ἀ­κρι­βῶς ποὺ ἀ­νυ­ψώ­νε­ται ὁ ἄν­θρω­πος, γι’ αὐ­τὸ καὶ ὁ Ἀ­να­στάς Κύ­ριος φα­νε­ρώ­νε­ται «ἐν ἑ­τέ­ρᾳ μορ­φή».
Ἀ­γα­πη­τοὶ μου ἀ­δελ­φοί, ἐ­πι­βάλ­λε­ται ὁ ἄν­θρω­πος νὰ ξε­πε­ρά­σει τὶς συν­θῆ­κες τῆς πα­ρού­σας ζω­ῆς καὶ ἀ­φή­σει τὸν ἑ­αυ­τό του νὰ ὑ­πο­στεῖ τὴν κα­λὴ ἀλ­λοί­ω­ση μὲ τὸ φῶς καὶ τὴ δύ­να­μη τῆς Ἀ­νά­στα­σης. Αὐ­τὴ τὴν προ­ο­πτι­κὴ ἀ­νοί­γουν μπρο­στὰ μας οἱ Μυ­ρο­φό­ρες γυ­ναῖ­κες. Μὲ αὐ­τὸ τὸ αἰ­σι­ό­δο­ξο ἀ­να­στά­σι­μο μή­νυ­μα, βο­η­θεῖ ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μας τὸ ση­με­ρι­νὸ φο­βι­σμέ­νο καὶ ἀ­πελ­πι­σμέ­νο ἄν­θρω­πο νὰ ὑ­περ­βεῖ τὸν ἑ­αυ­τό του. Αὐ­τὸ γί­νε­ται ἀ­πὸ τὴ στιγ­μὴ ποὺ ἀ­πο­φα­σί­ζει ἐ­λεύ­θε­ρα νὰ πα­ρα­δώ­σει τὴν ὕ­παρ­ξή του στὴν ἀ­γά­πη τοῦ Ἀ­να­στάν­τος Κυ­ρί­ου. Τὸ πα­ρά­δειγ­μά τους μᾶς ἀ­φή­νουν ὁ Ἰ­ω­σήφ, ὁ Νι­κό­δη­μος καὶ οἱ Μυ­ρο­φό­ρες γυ­ναῖ­κες ποὺ ἀ­ξι­ώ­θη­καν νὰ εἶ­ναι οἱ πρῶ­τοι μάρ­τυ­ρες τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως. Ἄς τοὺς ἀ­κο­λου­θή­σου­με. Χρι­στὸς Ἀ­νέ­στη!     Πηγή: Ιερά Μητρόπολη Χίου