Σάββατο 28 Νοεμβρίου 2015

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ 29 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2015


ICXCNIKA
Ἀ­ριθ­μὸς 48
Κυ­ρια­κή κστ΄ Ἐ­πι­στο­λῶν
29 Νο­εμ­βρί­ου 2015
(Ἐ­φεσ. ε΄ 8-19)
  «Καὶ μὴ συγ­κοι­νω­νεῖ­τε τοῖς ἔρ­γοι­ς τοῖς ἀ­κάρ­ποις τοῦ σκό­τους, μᾶλ­λον δὲ καὶ ἐ­λέγ­χε­τε» 
  
«Καί νά μή συμ­με­τέ­χε­τε στά ἔρ­γα τοῦ σκό­τους πού εἶ­ναι ἄ­καρ­πα καί ἐ­πι­βλα­βῆ. Οὔ­τε κἄν νά τά ἀ­νέ­χε­σθε, ἀλ­λά μᾶλ­λον νά τά ἐ­λέγ­χε­τε καί νά τά πα­ρου­σι­ά­ζε­τε στά μά­τια ὅ­λων ἐ­πι­βλα­βῆ καί ὀ­λέ­θρια», μᾶς δι­α­κη­ρύτ­τει ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος, ἀ­δελ­φοί μου, μέ­σῳ τῶν χρι­στια­νῶν τῆς Ἐ­φέ­σου. Ἡ Ἔ­φε­σος ἦ­ταν μί­α ἀ­πό τίς πιό με­γά­λες πό­λεις τῆς Μι­κρᾶς Ἀ­ςί­ας, κον­τά στή θά­λασ­σα καί γι’ αὐ­τό εἶ­χε με­γά­λη ἐμ­πο­ρι­κή κί­νη­ση. Πλού­σια πό­λη καί ὅ­που πλοῦ­τος ἐ­κεῖ καί δι­α­φθο­ρά. Τα­βέρ­νες, κρα­σί, γυ­ναῖ­κες, γλέν­τια, ἀ­σω­τί­α. Ἡ εἰ­δω­λο­λα­τρί­α ἐ­νί­σχυ­ε αὐ­τή τήν ἀ­σω­τί­α τῶν κα­τοί­κων. Ἀ­φοῦ οἱ θε­οί πού πί­στευ­αν ἔ­κλε­βαν, με­θοῦ­σαν καί σκό­τω­ναν, φαν­τα­σθεῖ­τε τί ἔ­κα­ναν οἱ ἄν­θρω­ποι. Ὅ­λοι ζοῦ­σαν στό σκο­τά­δι.
Ἀλ­λά ὁ Θε­ός, πού θέ­λει ὅ­λοι οἱ ἄν­θρω­ποι νά πι­στέ­ψουν καί νά σω­θοῦν, ἔ­στει­λε τόν Ἀ­πό­στο­λο Παῦ­λο. Τά θεῖ­α λό­για του πού ἦ­ταν σάν τό φῶς τοῦ ἥ­λιου δι­έ­λυ­σαν τά σκο­τά­δια τῆς εἰ­δω­λο­λα­τρί­ας. Ἄν­θρω­ποι πού πρίν ἔρ­θει ὁ Παῦ­λος ζοῦ­σαν τήν πιό δι­ε­φθαρ­μέ­νη ζω­ή, ὅ­ταν ἄ­κου­σαν τό κή­ρυγ­μα αἰ­σθάν­θη­καν κά­τι με­γά­λο στήν καρ­διά τους. Ἄ­νοι­ξαν τά μά­τια τῆς ψυ­χῆς καί εἶ­δαν τό ἀ­λη­θι­νό φῶς τοῦ Χρι­στοῦ, πί­στε­ψαν, με­τά­νι­ω­σαν, ἔ­κλα­ψαν γιά τά ἁ­μαρ­τή­μα­τά τους, μί­ση­σαν τό σα­τα­νᾶ καί τά πο­νη­ρά ἔρ­γα του, βα­πτί­σθη­καν κι ἔ­γι­ναν Χρι­στια­νοί. Καί συμ­πο­λί­τες τους, πού ἔ­βλε­παν τή ζω­ή τους καί τούς θαύ­μα­ζαν, πα­ρα­κι­νοῦν­ταν καί πί­στευ­αν στό Χρι­στό.
Ἀλ­λά ὑ­πῆρ­χαν καί ἄν­θρω­ποι κα­κοί καί δι­ε­στραμ­μέ­νοι πού δέν ἔ­βλε­παν μέ κα­λό μά­τι αὐ­τή τήν ἀλ­λα­γή. Μι­σοῦ­σαν τό φῶς τοῦ Χρι­στοῦ, για­τί ἔ­χα­ναν πε­λά­τες. Ἡ εἰ­δω­λο­λα­τρί­α γι’ αὐ­τούς ἦ­ταν ἐμ­πό­ριο. Ἔ­φτια­χναν μι­κρά καί με­γά­λα ἀ­γάλ­μα­τα πού τά που­λοῦ­σαν. Δι­α­τη­ροῦ­σαν τα­βέρ­νες μέ ἄ­φθο­νο κρα­σί, σπί­τια μέ­σα στά ὁ­ποῖ­α ἐρ­γα­ζό­ταν ἡ ἁ­μαρ­τί­α. Ὅ­λο αὐ­τό τό ἐμ­πό­ριο κιν­δύ­νευ­ε νά χα­θεῖ ἄν οἱ κά­τοι­κοι τῆς Ἐ­φέ­σου γί­νον­ταν Χρι­στια­νοί. Μί­ση­σαν τόν Παῦ­λο καί τόν θε­ώ­ρη­σαν ἐ­πι­κίν­δυ­νο ἐ­χθρό τους. Θά τόν σκό­τω­ναν ἄν ὁ Θε­ός δέν τόν προ­στά­τευ­ε ἀ­πό τή μα­νί­α τους.
Ὁ Παῦ­λος ἔ­φυ­γε ἀ­πό τήν Ἔ­φε­σο καί πῆ­γε σ’ ἄλ­λα μέ­ρη. Ἤ­ξε­ρε πώς οἱ Χρι­στια­νοί ἔ­πρε­πε νά στη­ρι­χθοῦν στήν πί­στη γιά νά μή νι­κη­θοῦν ἀ­πό τούς ὑ­πό­λοι­πους εἰ­δω­λο­λά­τρες, συγ­γε­νεῖς, φί­λους καί γνω­στούς, πού θά προ­σπα­θοῦ­σαν νά τούς τρα­βή­ξουν στήν πα­λιά θρη­σκεί­α. Ὁ δι­ά­βο­λος ἀρ­χί­ζει ἀ­πό τά μι­κρά δῆ­θεν καί ἀ­θῶ­α, γιά νά κα­τα­λή­ξει στά με­γά­λα ἁ­μαρ­τή­μα­τα. «Ἔ­λα κα­η­μέ­νε, ἕ­να πο­τη­ρά­κι κρα­σί θά πι­οῦ­με, δέ χά­θη­κε ὁ κό­σμος»! Ναὶ, ἀλ­λά ἐ­άν τὸ ἕ­να πο­τη­ρά­κι γί­νουν δύ­ο, τά δύ­ο τέσ­σε­ρα, ἡ κα­τά­λη­ξη θὰ εἶ­ναι ἕ­νας ἀλ­κο­ο­λι­κός μέ­θυ­σος πού δέ θά μπο­ρεῖ νά ξε­φύ­γει ἀ­π’ τό πο­τή­ρι τό κρα­σί, τό οὖ­ζο, τό ἀλ­κο­όλ.
Ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος συ­νι­στᾶ σέ ὅ­λους μας νά μήν ἔ­χου­με φι­λί­ες μέ ἀν­θρώ­πους πού ζοῦν μέ­σα στήν αἰ­σχρή ζω­ή. Πο­τέ νά μήν δι­και­ο­λο­γοῦ­με τά πο­νη­ρά τους ἔρ­γα. Μέ τά λό­για μας καί τό πα­ρά­δειγ­μά μας νά τούς ἐ­λέγ­χου­με μή­πως με­τα­νι­ώ­σουν κι αὐ­τοί καί ἐ­πι­στρέ­ψουν. Ὁ ἔ­λεγ­χος πού θά κά­νουν οἱ Χρι­στια­νοί, πάν­το­τε μέ ἀ­γά­πη καί συγ­κα­τά­βα­ση, θά ξε­σκε­πά­σει ὅ­λη τή δι­α­φθο­ρά τους κι ὅ­σοι ἀ­π’ αὐ­τούς εἶ­ναι κα­λο­προ­αί­ρε­τοι μπο­ροῦν νά με­τα­νο­ή­σουν καί νά σω­θοῦν. Ὁ ἔ­λεγ­χος θά εἶ­ναι σάν τό φάρ­μα­κο, πού εἶ­ναι πι­κρό καί δυ­σά­ρε­στο καί δέ θέ­λει νά τό πά­ρει ὁ ἄρ­ρω­στος. Κι ὅ­μως τό πι­κρό αὐ­τό φάρ­μα­κο θά εἶ­ναι ἡ σω­τη­ρί­α του.
Χω­ρίς δι­δα­σκα­λί­α, χω­ρίς ἔ­λεγ­χο τῆς κα­κί­ας καί τῆς δι­α­φθο­ρᾶς οἱ κοι­νω­νί­ες θά σα­πί­σουν καί θά κα­τα­στρα­φοῦν. Ἀλ­λοί­μο­νο στίς κοι­νω­νί­ες πού μι­σοῦν τόν ἔ­λεγ­χο καί κα­τα­δι­ώ­κουν τούς ἀν­θρώ­πους ἐ­κεί­νους πού κη­ρύτ­τουν καί γρά­φουν τήν ἀ­λή­θεια. «Καὶ μὴ με­θύ­σκε­σθε οἴ­νῳ ἐ­ν ᾧ ἐ­στὶ ἀ­σω­τί­α», γρά­φει στούς Ἐ­φε­σί­ους. Κά­θε βρά­δυ ἔ­βλε­πε ἀν­θρώ­πους πολ­λούς νά εἶ­ναι με­θυ­σμέ­νοι, νά μήν ξέ­ρουν τί λέ­νε καί τί κά­νουν, νά γυ­ρί­ζουν στά σπί­τια τους καί νά βα­σα­νί­ζουν τίς γυ­ναῖ­κες καί τά παι­διά τους. Μα­κριά ἀ­πό τήν ἁ­μαρ­τί­α τῆς μέ­θης. Εἰ­δω­λο­λά­τρης καί μέ­θυ­σος ται­ριά­ζει. Χρι­στια­νός καί μέ­θυ­σος δέν ται­ριά­ζει. Τό ἀλ­κο­όλ κα­τα­στρέ­φει τήν ὑ­γεί­α, πο­τί­ζει ὅ­λο τό σῶ­μα μέ δη­λη­τή­ριο, σκο­τώ­νει τόν ἄν­θρω­πο.
Ἀ­δελ­φοί μου, ὅ­ταν ἐ­μεῖς οἱ Χρι­στια­νοί δέν δι­δά­σκου­με καί δέν ἐ­λέγ­χου­με μέ λό­για καί προ­πάν­των μέ τή ζω­ή μας, τό κα­κό αὐ­τό μέ τήν ἔ­νο­χη σι­ω­πή μας ἐ­ξα­πλώ­νε­ται. Εἴ­θε ὁ Θε­ός, διά πρε­σβει­ῶν τῆς Θε­ο­τό­κου καί ὅ­λων τῶν Ἁ­γί­ων, νά φω­τί­σει καί νά δυ­να­μώ­σει κλη­ρι­κούς καί λα­ϊ­κούς, ὥ­στε νά ἀ­κου­σθεῖ καί πά­λι στόν τό­πο μας ἡ σάλ­πιγ­γα τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου, τό κή­ρυγ­μα τῆς με­τα­νοί­ας, γιά νά ἀ­ξι­ω­θοῦ­με νά γί­νου­με πο­λί­τες τοῦ Πα­ρα­δεί­σου. Ἀ­μήν.  Πηγη: Ιερά Μητρόπολη Χίου

Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2015

Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2015


Η  ΙΕΡΑ ΠΑΝΗΓΥΡΙΣ 
ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ 

ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΛΑΤΟΜΙΤΙΣΣΗΣ




         Με κάθε  εκκλησιαστική    μεγαλοπρέπεια εορτάσθηκε  η Ιερά Μνήμη του Αγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως του Θαυματουργού, που βρίσκεται πλησίον της Παναγίας Λατομιτίσσης.
 Το απόγευμα, της Κυριακής 8 Νοεμβρίου παραμονή της εορτής,  μετεφέρθη  το Ιερό λείψανο του Αγίου Νεκταρίου  από την Παναγία Λατομίτισσα όπου φυλάσσεται όλο τον χρόνο, εις το παρεκκλήσιον του Αγίου Νεκταρίου.
    Αφ’ εσπέρας ο εφημέριος του Ιερού μας Ναού π. Βασίλειος Φιλιππάκης, πλαισιούμενος από τους  ιερείς Πρωτοπρεσβύτερο Γεώργιο Λούρο και τον Οικονόμο Γεώργιο Γεώργαλο, τέλεσαν με κατάνυξη τον Μέγα Πανηγυρικό Εσπερινό και έψαλλαν τα εγκώμια του  Αγίου.
     Ο εφημέριος του Ιερού Ναού μαζί  με τον Οικονόμο Βασίλειο Μανάρα, την Δευτέρα 9  Νοεμβρίου 2015 ημέρα εορτής του Αγίου,  τέλεσαν με κάθε μεγαλοπρέπεια την Πανηγυρική Θεία Λειτουργία.  
Την εορτή τίμησαν με την παρουσία τους κατόπιν προσκλήσεως του εφημέριου, τα σχολεία της γύρω περιοχής:  - 4ο Γυμνάσιο Λέτσαινας, 9ο Δημοτικό Σχολείο Καρραδείου,  Βούρειο Δημοτικό Σχολείο και το Σχολείο  Ε.Ε.Ε.Ε.Κ.ΧΙΟΥ, συνοδευόμενα από τους Διευθυντάς και τους Εκπαιδευτικούς τους. 
   Στο τέλος  ο εφημέριος  ευχαρίστησε ιδιαίτερα τόσο τους Διευθυντάς των Σχολείων, όσο  και τους δασκάλους   και  μαθητάς  που παρευρέθησαν στον πανηγυρίζοντα Ιερό Ναό.
Πολλοί φιλέορτοι Χριστιανοί  προσήλθαν να τιμήσουν τις Ιερές Ακολουθίες,  την παραμονή,   και την  ημέρα της  εορτής.
Τον  χορό των ιεροψαλτών  αποτελούσε το τμήμα της Βυζαντινής Μουσικής του  Κουκουναρείου  Πνευματικού Κέντρου της  Ενορίας  μας, με τον χοροδιδάσκαλό τους  κ. Θεόδωρο Κουτσούδη.
Ακολουθεί πλούσιο φωτογραφικό υλικό.



















ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ 22α ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2015

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ 22α ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2015

ICXCNIKA
Ἀ­ριθ­μὸς 47
Κυ­ρια­κή κε΄ Ἐ­πι­στο­λῶν
22 Νο­εμ­βρί­ου 2015
(Ἐ­φεσ. δ΄ 1-7)
«Σπου­δά­ζον­τες τη­ρεῖ­ν τή­ν ἑ­νό­τη­τα τοῦ πνεύ­μα­τος ἐν τῷ συν­δέ­σμῳ τῆς εἰ­ρή­νης»
Νά ἐ­πι­με­λεῖ­σθε καί νά ἀ­γω­νί­ζε­σθε νά δι­α­τη­ρεῖ­τε τήν ἑ­νό­τη­τα, μέ τήν ὁ­ποί­α τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα σᾶς ἔ­χει συν­δέ­σει, ἔ­χον­τας ὡς σύν­δε­σμο τήν εἰ­ρή­νη, ἡ ὁ­ποί­α θά βα­σι­λεύ­ει μα­τα­ξύ σας καί θά σᾶς ἑ­νώ­νει σέ ἕ­να πνευ­μα­τι­κό σῶ­μα. Νά ἔ­χου­με ἑ­νό­τη­τα, ἀ­δελ­φοί μου, μᾶς συμ­βου­λεύ­ει ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος, νά ζοῦ­με μο­νοι­α­σμέ­νοι σάν μί­α οἰ­κο­γέ­νεια πού ἔ­χει ἕ­να Πα­τέ­ρα, τό Θε­ό.
Πό­σο μα­κριά εἶ­ναι δυ­στυ­χῶς ὁ κό­σμος ἀ­π’ αὐ­τή τήν ἑ­νό­τη­τα! Στόν προ­η­γού­με­νο αἰ­ώ­να ἔ­γι­ναν δύ­ο παγ­κό­σμιοι πό­λε­μοι. Τά ἔ­θνη δι­αι­ρέ­θη­καν σέ δύ­ο με­γά­λες πα­ρα­τά­ξεις. Ἑ­κα­τομ­μύ­ρια νε­κροί καί τραυ­μα­τί­ες, ἑ­κα­τομ­μύ­ρια χῆ­ρες καί ὀρ­φα­νά, ἄ­στε­γοι καί πει­να­σμέ­νοι. Πό­λεις κα­τα­στρά­φη­καν. Τό­σο αἷ­μα καί δά­κρυ­α, πό­νος καί θλί­ψη! Ἔ­βα­λαν μυα­λό οἱ ἄν­θρω­ποι με­τά ἀ­π’ ὅ­λη αὐ­τή τήν κα­τα­στρο­φή; Ἱ­δρύ­θη­κε ἕ­νας παγ­κό­σμιος ὀρ­γα­νι­σμός, ὁ Ὀρ­γα­νι­σμός Ἡ­νω­μέ­νων Ἐ­θνῶν, μέ σκο­πό τά ἔ­θνη νά λύ­νουν τίς δι­α­φο­ρές τους εἰ­ρη­νι­κά, μέ δι­ά­λο­γο, μέ συ­ζή­τη­ση, μέ δί­και­η κρί­ση ὅ­λων τῶν ἐ­θνῶν. Δυ­στυ­χῶς ὁ Ο.Η.Ε. δέν κα­τά­φε­ρε νά στα­μα­τή­σει τούς πο­λέ­μους. Ἀ­πό τίς 26 Ἰ­ου­νί­ου 1945 πού ἱ­δρύ­θη­κε στό Σάν Φραν­τζί­σκο τῆς Ἀ­με­ρι­κῆς καί ἄρ­χι­σε νά λει­τουρ­γεῖ ἀ­πό τίς 24 Ὀ­κτω­βρί­ου 1945, πό­σες φω­τι­ές πο­λέ­μου ἄ­να­ψαν σέ ὅ­λο τόν κό­σμο μέ κίν­δυ­νο, σέ πολ­λές πε­ρι­πτώ­σεις, ἕ­ναν τρί­το παγ­κό­σμιο πό­λε­μο! Στήν πρώ­τη πα­ρά­γρα­φο τοῦ προ­οι­μί­ου τοῦ Κα­τα­στα­τι­κοῦ Χάρ­τη τοῦ Ὀρ­γα­νι­σμοῦ ἀ­να­φέ­ρε­ται: «Νά σώ­σου­με τίς ἐ­περ­χό­με­νες γε­νι­ές ἀ­πό τή μά­στι­γα τοῦ πο­λέ­μου, πού στό δι­ά­στη­μα μιᾶς γε­νιᾶς ἐ­πι­σώ­ρευ­σε ἄ­φα­τη θλί­ψη στήν ἀν­θρω­πό­τη­τα».
Δυ­στυ­χῶς ὁ Ο.Η.Ε. ποὺ ὑ­πο­σχέ­θη­κε νά κα­ταρ­γή­σει τόν πό­λε­μο καί νά φέ­ρει εἰ­ρή­νη στόν κό­σμο, δέν ἔ­χει στα­θε­ρά θε­μέ­λια. Καί σή­με­ρα ὑ­πάρ­χουν κρά­τη πού οἱ πο­λί­τες ἔ­χουν με­τα­ξύ τους μῖ­σος καί παίρ­νουν τά ὅ­πλα, σκο­τώ­νουν καί σκο­τώ­νον­ται καί δη­μι­ουρ­γοῦν δυ­στυ­χί­α, πό­νο, προ­σφυ­γιά, δά­κρυ­α, πολ­λά δει­νά. Ἔ­τσι ἦ­ταν καί ἡ Κοι­νω­νί­α τῶν Ἐ­θνῶν, πού ἱ­δρύ­θη­κε με­τά τόν Πρῶ­το Παγ­κό­σμιο Πό­λε­μο καί δι­α­λύ­θη­κε τίς πα­ρα­μο­νές τοῦ Δευ­τέ­ρου Παγ­κο­σμί­ου Πο­λέ­μου. Ἀ­πέ­τυ­χε τό σκο­πό της. Ἐ­πε­κρά­τη­σε τό δί­και­ο τοῦ ἰ­σχυ­ρο­τέ­ρου. Τό ἴ­διο συμ­βαί­νει καί σή­με­ρα. Τά μι­κρά κρά­τη ὑ­πο­φέ­ρουν καί ἀ­δι­κοῦν­ται, τά με­γά­λα καί ἰ­σχυ­ρά κρά­τη κά­νουν ὅ,τι θέ­λουν.
Ἀλ­λά ἑ­νό­τη­τα δέν ὑ­πάρ­χει οὔ­τε καί μέ­σα στό ἴ­διο κρά­τος. Οἱ ἄν­θρω­ποι πού ζοῦν μέ­σα σ’ ἕ­να κρά­τος, μι­λοῦν τήν ἴ­δια γλώσ­σα, ἔ­χουν τὴν ἴ­δια πί­στη, τά ἴ­δια ἤ­θη καί ἔ­θι­μα, τό ἴ­διο νό­μι­σμα, δυ­στυ­χῶς ἀλ­λη­λο­μι­σοῦν­ται. Τό σα­ρά­κι τῆς δι­χό­νοι­ας πού τό­ση θλί­ψη ἔ­χει φέ­ρει καί στήν πα­τρί­δα μας μέ τό­σους ἐμ­φυ­λί­ους πο­λέ­μους, κα­τα­στρέ­φει συ­νε­χῶς τίς κοι­νω­νί­ες.
Ἀλ­λά μή­πως ὑ­πάρ­χει αὐ­τή ἡ ἑ­νό­τη­τα μέ­σα στήν οἰ­κο­γέ­νεια; Τά γε­γο­νό­τα ἀ­πο­δει­κνύ­ουν ὅ­τι οἰ­κο­γέ­νει­ες πού ζοῦν εἰ­ρη­νι­κά, ἁρ­μο­νι­κά, χω­ρίς δι­αι­ρέ­σεις, εἶ­ναι σπά­νι­ες. Ὅ,τι θέ­λει κά­νει ὁ κα­θέ­νας, ὁ πα­τέ­ρας, ἡ μη­τέ­ρα, τά παι­διά, χω­ρίς νά συ­ζη­τοῦν πρῶ­τα τό κα­θε­τί.
Στά ἔ­θνη, στά κρά­τη, στήν οἰ­κο­γέ­νεια δέν ὑ­πάρ­χει ἑ­νό­τη­τα. Μή­πως ὑ­πάρ­χει στήν Ἐκ­κλη­σί­α; Θά ἔ­πρε­πε οἱ Χρι­στια­νοί, κλῆ­ρος καί λα­ός πού πι­στεύ­ουν στό Θε­άν­θρω­πο Λυ­τρω­τή μας νά εἴ­μα­στε ἑ­νω­μέ­νοι καί τί­πο­τα νά μή μᾶς δια­σπᾶ. «Πα­τέ­ρα, δῶ­σε ὅ­λοι ὅ­σοι πι­στεύ­ουν σ’ ἐ­μέ­να νά εἶ­ναι ἑ­νω­μέ­νοι» ζή­τη­σε ὁ Χρι­στός μας ἀ­πό τό Θε­ό Πα­τέ­ρα τή νύ­χτα τοῦ Μυ­στι­κοῦ Δεί­πνου. Στά πρῶ­τα χρό­νια ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ἦ­ταν ἑ­νω­μέ­νη. Οἱ χρι­στια­νοί λει­τουρ­γοῦ­σαν σάν νά εἶ­χαν μί­α καρ­διά κι ἕ­να σῶ­μα. Κι οἱ εἰ­δω­λο­λά­τρες βλέ­πον­τας αὐ­τή τήν ἀ­γά­πη, τήν ἑ­νό­τη­τα, τήν εἰ­ρή­νη με­τα­ξύ τῶν Χρι­στια­νῶν, πί­στευ­αν στό Χρι­στό.
Δυ­στυ­χῶς, ἡ ἑ­νό­τη­τα αὐ­τή δέν κρά­τη­σε. Ἕ­να με­γά­λο μέ­ρος τῆς χρι­στι­α­νο­σύ­νης ἀ­πο­μα­κρύν­θη­κε καί ἀ­πε­τέ­λε­σε τόν πα­πι­σμό. Κι ὁ πα­πι­σμός δι­α­σπά­σθη­κε καί δη­μι­ουρ­γή­θη­κε ὁ προ­τε­σταν­τι­σμός, πού εἶ­ναι χω­ρι­σμέ­νος σέ 2.000 ὁ­μο­λο­γί­ες καί δόγ­μα­τα. Ἀλ­λά καί στήν Ἐκ­κλη­σί­α τῆς Ἑλ­λά­δος δέν ἔ­χου­με ἑ­νό­τη­τα. Ἕ­να μέ­ρος τῶν Χρι­στια­νῶν, μέ ἀ­φορ­μή τό ἡ­με­ρο­λό­γιο, ἔ­φυ­γε καί ἔ­κα­νε δι­κή του πα­ρά­τα­ξη, αὐ­τή τῶν πα­λαι­ο­η­με­ρο­λο­γι­τῶν. Ἀλ­λά κι αὐ­τοί δέν ἔ­μει­ναν ἑ­νω­μέ­νοι. Δι­α­σπά­σθη­καν σέ δι­ά­φο­ρα κομ­μά­τια.
Βλέ­πον­τας πό­σο δύ­σκο­λο πρᾶγ­μα εἶ­ναι ἡ ἑ­νό­τη­τα τῶν ἀν­θρώ­πων, ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος συ­νι­στᾶ στούς Χρι­στια­νούς νά μεί­νουν ἑ­νω­μέ­νοι. Νά για­τί ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μας σέ κά­θε Θεί­α Λει­τουρ­γί­α πα­ρα­κα­λεῖ τό Θε­ό νά δι­α­λύ­ει κά­θε φι­λο­νι­κί­α καί δι­χό­νοι­α με­τα­ξύ τῶν πι­στῶν καί οἱ Χρι­στια­νοί νά δί­νουν τό πα­ρά­δειγ­μα τῆς ἑ­νό­τη­τας.
Ὁ σα­τα­νᾶς, ἀ­δελ­φοί μου, δια­ιρεῖ τόν κό­σμο, ὁ Χρι­στός τόν ἑ­νώ­νει. Ἄς πα­ρα­κα­λοῦ­με τόν Κύ­ριό μας νά δί­νει ἑ­νό­τη­τα καί ὁ­μό­νοι­α στά σπί­τια μας, στίς πό­λεις καί στήν πα­τρί­δα μας, στά γει­το­νι­κά κρά­τη καί σ’ ὅ­λο τόν κό­σμο. Ἀ­μήν.     Πηγή: Ιερά Μητρόπολη Χίου

Σάββατο 14 Νοεμβρίου 2015

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ 15η ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2015

  
ICXCNIKA
Ἀ­ριθ­μὸς 46
Κυ­ρια­κή κδ΄ Ἐ­πι­στο­λῶν
15 Νο­εμ­βρί­ου 2015
(Ἑ­φεσ. β΄ 14-22)
«ἄ­ρα οὖν οὐ­κέ­τι ἐ­στὲ ξέ­νοι καὶ πά­ροι­κοι,ἀλ­λὰ συμ­πο­λῖ­ται τῶν ἁ­γί­ων καὶ οἰ­κεῖ­οι τοῦ Θε­οῦ»
Ἄ­ρα δέν εἶ­στε πλέ­ον ξέ­νοι, ὅ­πως προ­η­γου­μέ­νως, καί προ­σω­ρι­νοί πο­λί­τες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τοῦ Χρι­στοῦ, ἀλ­λά εἶ­στε συμ­πο­λί­τες ὅ­λων τῶν ἁ­γί­ων καί οἰ­κια­κοί τοῦ Θε­οῦ. Ὅ­λες οἱ χι­λιά­δες τῶν με­τα­να­στῶν πού ἔρ­χον­ται στήν πα­τρί­δα μας, μέ σκο­πό τήν ἐγ­κα­τα­βί­ω­σή τους στίς χῶ­ρες τῆς Εὐ­ρώ­πης, φέρ­νουν στό νοῦ μας ὅ­λους τοὺς προ­γό­νους μας, πού ἀ­ναγ­κά­στη­καν νά ζή­σουν μα­κριά ἀ­πό τόν τό­πο πού γεν­νή­θη­καν. Ἡ πλού­σια ἱ­στο­ρί­α τοῦ ἔ­θνους μας εἶ­ναι γε­μά­τη ἀ­πό πε­ρι­πτώ­σεις προ­σφυ­γιᾶς ἤ με­τα­νά­στευ­σης γιά δι­ά­φο­ρους λό­γους.
Αὐ­τός πού ξε­νι­τεύ­ε­ται, ἀ­δελ­φοί μου, ἀ­πο­χαι­ρε­τᾶ μέ θλί­ψη τούς συγ­γε­νεῖς καί τούς φί­λους γιά τό τα­ξί­δι, πού σέ πολ­λές πε­ρι­πτώ­σεις δέν ἔ­χει γυ­ρι­σμό. Ἐ­κεῖ πού φτά­νει μοιά­ζει μέ τό που­λί πού στε­ρή­θη­κε τή φω­λιά του. Ξέ­νος μέ­σα στούς ξέ­νους, μό­νος μέ­σα σ’ ἕ­να πλῆ­θος ἀν­θρώ­πων, πού ἐ­πει­δή δέν μι­λά­ει τή γλώσ­σα τους, δέν τόν κα­τα­λα­βαί­νουν. Μέ δι­α­φο­ρε­τι­κό τρό­πο ζω­ῆς, ἄλ­λη νο­ο­τρο­πί­α, ἄλ­λες συ­νή­θει­ες. Ὁ με­τα­νά­στης ἀ­γω­νί­ζε­ται μέ κό­πο καί κιν­δύ­νους, μέ ἱ­δρώ­τα καί ἀ­γω­νί­α νά βγά­λει τό ψω­μί του. Γιά ξε­νι­τε­μέ­νους μι­λά­ει καί ὁ Ἀ­πό­στο­λος σή­με­ρα.
Με­τά τήν πα­ρα­κο­ή τῶν Πρω­το­πλά­στων καί τήν ἐκ­δί­ω­ξή τους ἀ­πό τόν Πα­ρά­δει­σο, ὁ Ἀ­δάμ καί ἡ Εὔ­α καί ἐν συ­νέ­χειᾳ ὅ­λο τό ἀν­θρώ­πι­νο γέ­νος, ὅ­λοι ἐ­μεῖς οἱ ἄν­θρω­ποι, βρε­θή­κα­με μα­κριά ἀ­πό τήν πα­τρί­δα μας. Ἔρ­χον­ται στιγ­μές πού θε­ω­ροῦ­με αὐ­τή τή γῆ ὡ­ραί­α καί τή ζω­ή μας εὐ­τυ­χι­σμέ­νη. Τίς πε­ρισ­σό­τε­ρες ὅ­μως φο­ρές νο­σταλ­γοῦ­με τήν οὐ­ρά­νια πα­τρί­δα καί νι­ώ­θου­με τή γῆ σάν ξε­νι­τειά. Νι­ώ­θου­με ὅ­πως οἱ Ἑ­βραῖ­οι ὅ­ταν βρέ­θη­καν αἰχ­μά­λω­τοι στή Βα­βυ­λώ­να. Ἦ­ταν ἀ­πα­ρη­γό­ρη­τοι, κρέ­μα­σαν στίς ἰ­τι­ές, πλά­ϊ στό πο­τά­μι τά μου­σι­κά ὄρ­γα­νά τους καί θρη­νοῦ­σαν τήν ἐ­ξο­ρί­α τους. (Ψαλμ. 136ος)
Καί δέν ἤ­μα­στε μό­νο ξε­νη­τε­μέ­νοι ἀλ­λά καί ἐ­ξο­ρι­σμέ­νοι. Για­τί ἡ ἐ­ξο­ρί­α εἶ­ναι χει­ρό­τε­ρη ἀ­πό τήν ξε­νι­τιά. Αὐ­τός πού ξε­νι­τεύ­ε­ται γιά κα­λύ­τε­ρη ζω­ή, ἄν δέν τοῦ ἀ­ρέ­σει, ἐ­λεύ­θε­ρος εἶ­ναι νά ἐ­πι­στρέ­ψει. Στήν ἐ­ξο­ρί­α ὅ­μως ὁ­δη­γοῦν­ται κά­ποι­οι διά τῆς βί­ας, ἔ­ρη­μοι, πει­να­σμέ­νοι, γυ­μνοί, τα­πει­νω­μέ­νοι, χω­ρίς νά ξέ­ρουν ἄν θά ἀ­ξι­ω­θοῦν πο­τέ νά γυ­ρί­σουν στόν τό­πο τους. Ἐ­ξό­ρι­στοι λοι­πόν ὁ Ἀ­δάμ καί ἡ Εὔ­α με­τά τό προ­πα­το­ρι­κό ἁ­μάρ­τη­μα. Ἀ­πο­ξε­νω­μέ­νοι ἀ­πό τό Θε­ό, ἀ­πο­μο­νω­μέ­νοι ἀ­πό τούς ἀγ­γέ­λους. Οἱ σχέ­σεις τους μέ τόν οὐ­ρα­νό ψυ­χρές, ἐ­χθρι­κές.
Ἀλ­λά, δό­ξα τῷ Θε­ῷ, ἡ θλι­βε­ρή αὐ­τή κα­τά­στα­ση δέν ἦ­ταν μό­νι­μη. Ὅ­πως γιά τόν ξε­νι­τε­μέ­νο καί πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο γιά τόν ἐ­ξό­ρι­στο ἡ πιό χαρ­μό­συ­νη εἴ­δη­ση εἶ­ναι ὅ­τι ἡ τα­λαι­πω­ρί­α του ἤ ἡ ποι­νή του τε­λεί­ω­σε καί μπο­ρεῖ νά ἐ­πι­στρέ­ψει στό σπί­τι του. Ὁ Πα­νά­γα­θος Θε­ός δέν ἄ­φη­σε τόν ἄν­θρω­πο αἰ­ώ­νια στήν ἐ­ξο­ρί­α καί τήν ἀ­πο­ξέ­νω­ση. Ἔ­στει­λε τό Μο­νο­γε­νῆ Υἱ­ό του, τόν Κύ­ριο ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό καί ἔ­φε­ρε τό μή­νυ­μα τῆς συγ­χώ­ρη­σης, τῆς συμ­φι­λί­ω­σης, τοῦ ἐ­πα­να­πα­τρι­σμοῦ. Μέ τή σταυ­ρι­κή θυ­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ μας ἄ­νοι­ξε ὁ δρό­μος γιά τόν Πα­ρά­δει­σο. Ὄ­χι μό­νο γι’ αὐ­τούς πού ἦ­ταν σέ κον­τι­νό μέ­ρος ἀλ­λά καί σέ πιό ἀ­πο­μα­κρυ­σμέ­νο. Στούς «μα­κράν καί στούς ἐγ­γύς», λέ­γει ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος. «Μα­κράν» εἶ­ναι τά εἰ­δω­λο­λα­τρι­κά ἔ­θνη, ὅ­σοι λά­τρευ­αν τά εἴ­δω­λα. «Ἐγ­γύς» εἶ­ναι οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι πού γνώ­ρι­ζαν μέν τόν ἀ­λη­θι­νό Θε­ό ἀ­πό τήν Πα­λαι­ά Δι­α­θή­κη, ἀλ­λά ἁ­μάρ­τη­σαν πά­ρα πο­λύ, ἀ­φοῦ ἔ­φτα­σαν στό ση­μεῖ­ο νά σταυ­ρώ­σουν τό Χρι­στό.
Μέ τήν ἐ­ναν­θρώ­πι­ση τοῦ Χρι­στοῦ καί ὅ­λο τό ἀ­πο­λυ­τρω­τι­κό Του ἔρ­γο δό­θη­καν στόν κό­σμο δύ­ο εὐ­λο­γί­ες. Πρώ­τη εἶ­ναι ὅ­τι Ἰ­ου­δαῖ­οι καί εἰ­δω­λο­λά­τρες, πού ἀρ­χι­κά εἶ­χαν μῖ­σος, τώ­ρα εἰ­ρη­νεύ­ουν. «Οὐκ ἔ­νι Ἰ­ου­δαῖ­ος οὐ­δέ Ἕλ­λην». Δεύ­τε­ρη με­γα­λύ­τε­ρη εὐ­λο­γί­α ὅ­τι συμ­φι­λί­ω­σε τούς ἀν­θρώ­πους μέ τό Θε­ό. Μέ τό βά­πτι­σμά μας στό ὄ­νο­μα τῆς Ἁ­γί­ας Τριά­δας ἐ­μεῖς οἱ ξέ­νοι καί ἐ­ξό­ρι­στοι γί­να­με οἰ­κεῖ­οι τοῦ Θε­οῦ. Οἱ ἄν­θρω­ποι θε­ω­ροῦν με­γά­λο πράγ­μα τή φι­λί­α καί τίς στε­νές σχέ­σεις μέ κά­ποι­ον ἀ­πό τούς ἰ­σχυ­ρούς τῆς γῆς. Ἡ φι­λί­α ὅ­μως καί ἡ οἰ­κει­ό­τη­τα μέ τό Θε­ό εἶ­ναι ἡ μό­νη πού ἀ­ξί­ζει. Πρέ­πει ὅ­μως νά το­νί­σου­με πώς ἡ οἰ­κει­ό­τη­τα χα­ρί­ζε­ται μό­νο σέ ὅ­σους ἔ­δει­ξαν προ­η­γου­μέ­νως φό­βο Θε­οῦ καί τή­ρη­σαν τίς ἐν­το­λές Του.
Ὡς ὑ­πά­κου­α παι­διά, ἀ­δελ­φοί μου, ἄς προ­σευ­χό­μα­στε μέ πί­στη στόν Κύ­ριο καί Θε­ό μας. Μέ ἐμ­πι­στο­σύ­νη ἄς τοῦ ἀ­να­θέ­του­με ὅ­λες τίς ἐλ­πί­δες μας. Γιά νά φτά­σου­με κι ἐ­μεῖς μα­ζί μέ τούς ἁ­γί­ους νά ἑ­νω­θοῦ­με αἰ­ώ­νια μέ τό Θε­ό στόν Πα­ρά­δει­σο. Ἀ­μήν.   Πηγή: Ιερά Μητρόπολη Χίου

Σάββατο 7 Νοεμβρίου 2015


ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ 8 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2015

  
ICXCNIKA
Ἀ­ριθ­μὸς 45
Κυ­ρια­κή κγ΄ Ἐ­πι­στο­λῶν
Σύ­να­ξις τῶν ἀρ­χι­στρα­τή­γων Μι­χα­ήλ καί Γα­βρι­ήλ
8 Νο­εμ­βρί­ου 2015
(Ἑ­βρ. β΄ 2-10)
«Τὶ ἐ­στιν ἄν­θρω­πος ὅ­τι μι­μνή­σκῃ αὐ­τοῦ,ἤ υἱ­ός ἀν­θρώ­που ὅ­τι ἐ­πι­σκέ­πτῃ αὐ­τόν;»
Σή­με­ρα, ἀ­δελ­φοί μου, ἑ­ορ­τά­ζουν ἀ­να­ρίθ­μη­τα ἑ­κα­τομ­μύ­ρια ἄγ­γε­λοι καί ἀρ­χάγ­γε­λοι. Ἡ ἑ­ορ­τή αὐ­τή μᾶς βο­η­θᾶ νά αἰ­σθαν­θοῦ­με τήν ὕ­παρ­ξη τῶν ἀγ­γέ­λων καί νά τούς τι­μή­σου­με ὅ­πως πρέ­πει. Στό πρῶ­το ἄρ­θρο τοῦ «Πι­στεύ­ω» ὁ­μο­λο­γοῦ­με ὅ­τι ὁ Θε­ός εἶ­ναι «ποι­η­τής οὐ­ρα­νοῦ καί γῆς, ὁ­ρα­τῶν τέ πάν­των καί ἀ­ο­ρά­των».
Ὁ Θε­ός ἔ­φτια­ξε τά ὁ­ρα­τά καί τά ἀ­ό­ρα­τα. Ὁ­ρα­τά εἶ­ναι ἐ­κεῖ­να πού βλέ­που­με μέ τά μά­τια μας ἤ μέ τή βο­ή­θεια ὀρ­γά­νων καί δι­α­κρί­νον­ται σέ τρεῖς κα­τη­γο­ρί­ες. Στήν πρώ­τη αὐ­τά πού ὑ­πάρ­χουν, ὅ­πως τά βου­νά, τά λαγ­κά­δια, οἱ πο­τα­μοί, οἱ θά­λασ­σες. Στή δεύ­τε­ρη ἀ­νή­κουν αὐ­τά πού ὑ­πάρ­χουν καί αὐ­ξά­νον­ται. Ρί­χνου­με ἕ­να σπό­ρο στή γῆ καί ἀ­π’ αὐ­τόν φυ­τρώ­νει ὁ­λό­κλη­ρο δέν­τρο. Τά φυ­τά καί τά ζῶ­α ἀ­νή­κουν σ’ αὐ­τήν τήν κα­τη­γο­ρί­α.
Ὑ­πάρ­χει καί ἡ τρί­τη κα­τη­γο­ρί­α, ἡ ἀ­νώ­τε­ρη, στήν ὁ­ποί­α ἀ­νή­κει ὁ ἄν­θρω­πος, πού ἐ­κτός ἀ­πό τήν ὕ­παρ­ξη καί τήν αὔ­ξη­ση ἔ­χει καί τή σκέ­ψη, τό μυα­λό, τήν ψυ­χή, πού τόν ἀ­να­δει­κνύ­ει κο­ρω­νί­δα τῆς θεί­ας δη­μι­ουρ­γί­ας. Ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι δι­πλός, ὁ­ρα­τός καί ἀ­ό­ρα­τος. Ὁ­ρα­τό εἶ­ναι τό σῶ­μά του καί ἀ­ό­ρα­τη ἡ ψυ­χή του. Τό ὁ­ρα­τό τό βλέ­που­με. Τό ἀ­ό­ρα­το εἶ­ναι ἄ­γνω­στο. Βλέ­πεις ἕ­ναν χα­μο­γε­λα­στό ἄν­θρω­πο καί πᾶς νά τοῦ πεῖς κα­λη­μέ­ρα, σέ κοι­τά­ζει ἀ­μή­χα­να καί σοῦ βά­ζει τίς φω­νές. Μυ­στι­κός κό­σμος ἡ ψυ­χή τοῦ κά­θε ἀν­θρώ­που. Τό σῶ­μά μας συγ­γε­νεύ­ει μέ τόν ὑ­πό­λοι­πο ὁ­ρα­τό κό­σμο, τούς ἀγ­γέ­λους. Ὅ­λος ὁ ὑ­λι­κός κό­σμος ἔ­χει μι­κρή ἀ­ξί­α μπρο­στά στήν ἀ­ξί­α μιᾶς ψυ­χῆς. Γι’ αὐ­τό ὁ Χρι­στός μᾶς εἶ­πε: «Τί ὠ­φε­λή­σει ἄν­θρω­πον ἐ­άν κερ­δί­ςῃ τόν κό­σμον ὅ­λον καί ζη­μι­ω­θῇ τήν ψυ­χήν αὐ­τοῦ»;
Ὅ­πως ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι ἀ­νώ­τε­ρος ἀ­πό τά ζῶ­α καί τά ζῶ­α ἀ­νώ­τε­ρα ἀ­πό τά φυ­τά καί τά φυ­τά ἀ­νώ­τε­ρα ἀ­πό τά βρά­χια, ἔ­τσι ὑ­ψη­λό­τε­ρα δη­μι­ουρ­γή­μα­τα πά­νω ἀ­πό τόν ἄν­θρω­πο εἶ­ναι οἱ ἄγ­γε­λοι. Δέν ἔ­χουν σῶ­μα ὑ­λι­κό οἱ ἄγ­γε­λοι ἀλ­λά λε­πτό­τα­το, αἰ­θέ­ριο, σχε­δόν ἄ­ϋ­λο. Καί λό­γῳ τῆς αἰ­θέ­ριας σύ­στα­σής τους κι­νοῦν­ται τα­χύ­τα­τα. Οἱ ἄγ­γε­λοι δέν εἶ­ναι παν­τα­χοῦ πα­ρόν­τες ὅ­πως εἶ­ναι ὁ Θε­ός ἀλ­λά κι­νοῦν­ται μέ με­γά­λη τα­χύ­τη­τα.  Ἔ­τσι βλέ­πουν τά με­γα­λεῖ­α τοῦ Θε­οῦ, τόν ὑ­μνοῦν καί τόν δο­ξο­λο­γοῦν λέ­γον­τας τό «Ἅ­γιος, Ἅ­γιος, Ἅ­γιος Κύ­ριος Σα­βα­ώθ, πλή­ρης ὁ οὐ­ρα­νός καί ἡ γῆ τῆς δό­ξης σου». (Θ. Λειτ. Ἡσ. 6,3).
Ἐ­κτός ἀ­πό τούς ἀ­κα­τά­παυ­στους ὕ­μνους πρός τό Θε­ό οἱ ἄγ­γε­λοι εἶ­ναι δι­αγ­γε­λεῖς, πού με­τα­φέ­ρουν τό θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ στούς ἀν­θρώ­πους. Εἶ­ναι, ἐ­πί­σης, φύ­λα­κες τῶν ἀν­θρώ­πων. «Ἄγ­γε­λον εἰ­ρή­νης, πι­στόν ὁ­δη­γόν, φύ­λα­κα τῶν ψυ­χῶν καί τῶν σω­μά­των ἡ­μῶν» ζη­τοῦ­με κά­θε μέ­ρα στή Θεί­α Λει­τουρ­γί­α. Ἄγ­γε­λοι εἶ­ναι δί­πλα μας. Τί με­γά­λο πράγ­μα εἶ­ναι αὐ­τό! Τό σκε­φτή­κα­με; Τό πι­στεύ­ου­με; Σέ κά­θε βῆ­μά μας ἔ­χου­με ἄγ­γε­λο φύ­λα­κα. Δί­πλα στόν κά­θε χρι­στια­νό ἀ­πό τήν ὥ­ρα πού θά βα­πτι­σθεῖ μέ­χρι τήν ὥ­ρα πού θά ξε­ψυ­χή­σει, ἄγ­γε­λος πα­ρα­στέ­κει. Καί ὁ ἄγ­γε­λός μας χαί­ρει, ὅ­ταν ἐ­μεῖς κά­νου­με τό θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ, λυ­πᾶ­ται δέ καί θρη­νεῖ ὅ­ταν ἐ­μεῖς τό πα­ρα­βαί­νου­με. «Χα­ρά γί­νε­ται ἐν οὐ­ρα­νῶ ἐ­πί ἐ­νί ἁ­μαρ­τω­λῶ με­τα­νο­οῦν­τι». (Λουκ. 15,10) Ὅ­ταν ἐ­δῶ πέ­φτει ἕ­να δά­κρυ με­τα­νοί­ας, στόν οὐ­ρα­νό οἱ ἄγ­γε­λοι πα­νη­γυ­ρί­ζουν. Ἔ­λε­γε ὁ Ἅ­γιος Κο­σμᾶς ὁ Αἰ­τω­λός: «Ὅ­πως δέν τολ­μᾶς μπρο­στά σ’ ἕ­να μι­κρό παι­δί νά κά­νεις κά­ποι­α αἰ­σχρή πρά­ξη, ἔ­τσι καί μπρο­στά στόν ἄγ­γε­λό σου νά ζεῖς μί­α ζω­ή ἀ­κη­λί­δω­τη».
Ὁ ἄγ­γε­λος, λοι­πόν, εἶ­ναι τό ἀ­νώ­τε­ρο δη­μι­ούρ­γη­μα τοῦ Θε­οῦ στούς οὐ­ρα­νούς. Ἀλ­λά καί ὁ ἄν­θρω­πος ἐ­δῶ στή γῆ μπο­ρεῖ νά γί­νει ἐ­πί­γει­ος ἄγ­γε­λος, νά μι­μη­θεῖ τούς ἀγ­γέ­λους, νά γί­νει ἔν­σαρ­κος ἄγ­γε­λος, ὅ­πως ἔ­γι­νε ὁ ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Πρό­δρο­μος, ὁ προ­φή­της Ἠ­λί­ας ὁ Θε­σβί­της, ὅ­σιοι καί ἀ­σκη­τές καί πα­τέ­ρες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας, ἔγ­γα­μοι καί ἄ­γα­μοι. Στόν κό­σμο τοῦ­το σή­με­ρα ἄλ­λοι ἄν­θρω­ποι ζοῦν ὡς ὑ­λι­κά ὄν­τα καί τε­τρά­πο­δα, ἄλ­λοι ὡς ἄν­θρω­ποι καί ἄλ­λοι ζοῦν ὡς ἄγ­γε­λοι.
Πα­ρα­πά­νω, ὅ­μως, ἀ­πό τούς ἀν­θρώ­πους καί τούς ἀγ­γέ­λους εἶ­ναι ὁ Θε­άν­θρω­πος Χρι­στός. Αὐ­τός πού κυ­βερ­νᾶ τά πάν­τα, πού κα­τέ­χει τά κλει­διά τῆς ζω­ῆς καί τοῦ θα­νά­του. «Εἷς ἅ­γιος, εἷς Κύ­ριος, Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός, εἰς δό­ξαν Θε­οῦ Πα­τρός». Σ’ Αὐ­τόν ἁρ­μό­ζει τό εἰ­σα­γω­γι­κό χω­ρί­ο «Τί ἐ­στιν ἄν­θρω­πος». Πό­σο σπου­δαῖ­ο πλά­σμα εἶ­ναι ὁ ἄν­θρω­πος καί τόν θυ­μᾶ­σαι, Κύ­ρι­ε; Τί εἶ­ναι τό παι­δί, ὁ ἀ­πό­γο­νος τοῦ ἀν­θρώ­που καί τόν προ­σέ­χεις, ἔρ­χε­σαι καί τόν βο­η­θεῖς;
Ἀ­δελ­φοί μου, πολ­λά κυ­ρί­ως ὑ­λι­κά καί ἀν­θρώ­πι­να δη­μι­ουρ­γή­μα­τα θαυ­μά­ζου­με σή­με­ρα καί κά­ποι­α φυ­σι­κά το­πί­α, γιά τά ὁ­ποῖ­α, δυ­στυ­χῶς, θε­ο­ποι­οῦ­με τή φύ­ση καί λέ­με: «τί κά­νει ἡ φύ­ση!», ἀν­τί νά λέ­με: «Τίς Θε­ός μέ­γας ὡς ὁ Θε­ός ἡ­μῶν∙ Σύ εἶ ὁ Θε­ός ὁ ποι­ῶν θαυ­μά­σια μό­νος». Ἀ­γνο­οῦ­με, ὅ­μως, πώς ὁ ἴ­διος ὁ Θε­ός ἔ­γι­νε ἄν­θρω­πος γιά νά σώ­σει τόν ἄν­θρω­πο καί νά τόν ξα­να­βά­λει στόν Πα­ρά­δει­σο ὅ­που ἀ­νή­κει. Ἀ­μήν.   Πηγή: Ιερά Μητρόπολη Χίου