Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2016

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ 31 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2016

ICXCNIKA
Ἀ­ριθ­μὸς 5
31 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου 2016
Κυ­ρια­κή ΙΕ΄ Λου­κᾶ (Ζακ­χαί­ου)
(Λουκ. ιθ´ 1-10)
Ἡ ση­με­ρι­νὴ Εὐ­αγ­γε­λι­κὴ πε­ρι­κο­πή, ἀ­γα­πη­τοὶ ἀ­δελ­φοί, ἀ­να­φέ­ρε­ται στὴ συ­νάν­τη­ση τοῦ Ζακ­χαί­ου μὲ τὸ Χρι­στό. Ὁ Ζακ­χαῖ­ος ἦ­ταν ἀρ­χι­τε­λώ­νης. Οἱ τε­λῶ­νες ἐ­κεί­νη τὴν ἐ­πο­χὴ προ­πλή­ρω­ναν τοὺς φό­ρους στοὺς Ρω­μαί­ους κα­τα­κτη­τὲς καὶ στὴ συ­νέ­χεια ἀ­νε­λάμ­βα­ναν νὰ τοὺς εἰ­σπρά­ξουν οἱ ἴ­διοι ἀ­πὸ τὸ λα­ό, ἐ­πι­βα­ρύ­νον­τας ὅ­μως τοὺς φο­ρο­λο­γού­με­νους μὲ ἐ­πι­πλέ­ον πο­σὰ ἀ­πο­σκο­πῶν­τας στὸν δι­κό τους πλου­τι­σμό. Γιὰ τὸ λό­γο αὐ­τὸ οἱ τε­λῶ­νες θε­ω­ροῦν­ταν ἐξ ὁ­ρι­σμοῦ ἁ­μαρ­τω­λοὶ καὶ ἦ­ταν ἀ­πο­κλει­σμέ­νοι ἀ­πὸ τὴν κοι­νό­τη­τα τοῦ λα­οῦ τοῦ Θε­οῦ.
Ὁ Ζακ­χαῖ­ος, ὡ­στό­σο, ἂν καὶ τε­λώ­νης, εἶ­χε μί­α ἀ­γα­θὴ ἐ­πι­θυ­μί­α: ἤ­θε­λε νὰ δεῖ τὸν Ἰ­η­σοῦ. Ἐ­πει­δὴ ὅ­μως ἦ­ταν κον­τός, τὸ πλῆ­θος ποὺ πε­ρι­έ­βα­λε τὸ Χρι­στὸ δὲν τοῦ ἐ­πέ­τρε­πε νὰ Τὸν ἀν­τι­κρύ­σει. Γιὰ νὰ μπο­ρέ­σει λοι­πὸν νὰ Τὸν δεῖ σκαρ­φά­λω­σε σ’ ἕ­να δέν­τρο.
Ἡ πρά­ξη αὐ­τὴ τοῦ Ζακ­χαί­ου ἦ­ταν πρά­ξη τα­πει­νω­τι­κή. Πρῶ­τον, δι­ό­τι ἕ­νας πλού­σιος ἀ­ξι­ω­μα­τοῦ­χος τῆς ἐ­πο­χῆς σκαρ­φά­λω­νε σὰν μι­κρὸ παι­δὶ πά­νω σ’ ἕ­να δέν­τρο. Δεύ­τε­ρον, δι­ό­τι, ἀ­νε­βαί­νον­τας στὸ δέν­τρο, ἐ­ξέ­θε­τε ἀ­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο τὸ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸ τοῦ μι­κροῦ του ἀ­να­στή­μα­τος, πρᾶγ­μα ποὺ θὰ τὸν ἐ­ξέ­θε­τε ἀ­κό­μα πιὸ πο­λὺ στὰ ἀρ­νη­τι­κὰ καὶ ἐν­δε­χο­μέ­νως εἰ­ρω­νι­κὰ σχό­λια τοῦ πλή­θους. Ὁ Ζακ­χαῖ­ος ὅ­μως τα­πει­νώ­νε­ται ἑ­κου­σί­ως, ἐ­πει­δὴ θέ­λει νὰ δεῖ τὸν Χρι­στό. Θέ­λει νὰ δεῖ τὸν Χρι­στό, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἐ­πί­σης πρό­κει­ται σὲ λί­γο νὰ τα­πει­νω­θεῖ, ἀ­νε­βαί­νον­τας κι Ἐ­κεῖ­νος σ’ ἕ­να ξύ­λο, στὸ ξύ­λο τοῦ σταυ­ροῦ. Ἡ τα­πεί­νω­ση τοῦ Ζακ­χαί­ου συγ­κρο­τεῖ ση­μεῖ­ο ἐ­πα­φῆς μὲ τὸ Χρι­στό, ποὺ βα­δί­ζει τὸ δρό­μο πρὸς τὰ Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα, τὸ δρό­μο δη­λα­δὴ τῆς τα­πεί­νω­σης καὶ τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου.
Γι’ αὐ­τὸ λοι­πόν, ὅ­ταν ὁ Ζακ­χαῖ­ος βλέ­πει τὸ Χρι­στό, τὸν βλέ­πει κι Ἐ­κεῖ­νος καὶ τοῦ ζη­τεῖ νὰ κα­τε­βεῖ ἀ­πὸ τὸ δέν­τρο, δι­ό­τι αὐ­τό τὸ βρά­δυ πρό­κει­ται νὰ μεί­νει στὸ σπί­τι του. Ὁ Ζακ­χαῖ­ος κα­τε­βαί­νει καὶ Τὸν ὑ­πο­δέ­χε­ται μὲ χα­ρά, ἐ­νῷ τὸ πλῆ­θος, ἀ­νί­κα­νο νὰ κα­τα­νο­ή­σει τὸ μή­νυ­μα καὶ τὴν ἀ­πο­στο­λὴ τοῦ Χρι­στοῦ, γογ­γύ­ζει καὶ ἐ­ναν­τί­ον τοῦ ἁ­μαρ­τω­λοῦ, ὅ­πως τὸν χα­ρα­κτη­ρί­ζει, Ζακ­χαί­ου, ἀλ­λὰ καὶ ἐ­ναν­τί­ον τοῦ ἴ­διου τοῦ Χρι­στοῦ, ποὺ ἐ­πέ­λε­ξε νὰ κα­τα­λύ­σει στὸ σπί­τι του.
Ἀν­τί­θε­τα ὁ Ζακ­χαῖ­ος, ἀλ­λοι­ω­μέ­νος ἀ­πὸ τὴν ἀ­πρό­σμε­νη ἀ­πο­δο­χὴ καὶ ἀ­γά­πη τοῦ Χρι­στοῦ, δη­λώ­νει ἑ­κου­σί­ως καὶ αὐ­το­βού­λως ὅ­τι θὰ δώ­σει τὴ μι­σή του πε­ρι­ου­σί­α στοὺς φτω­χοὺς καὶ ὅ­τι, ἐ­ὰν ἀ­δί­κη­σε κά­ποι­ον, θὰ τοῦ ἐ­πι­στρέ­ψει τὰ τε­τρα­πλά­σια. Ἔ­χον­τας τα­πει­νω­θεῖ καὶ δι­α­πι­στώ­σει πό­σο πο­λὺ ἀ­πο­δέ­χε­ται καὶ ἀ­γα­πᾶ τὸν ἄν­θρω­πο ὁ Χρι­στός, ἐμ­φα­νί­ζε­ται πρό­θυ­μος νὰ ἀν­τα­πο­κρι­θεῖ ἔμ­πρα­κτα στὴν ἀ­γά­πη Του, υἱ­ο­θε­τῶν­τας μί­α ἀν­τί­στοι­χη στά­ση ἀ­γά­πης πρὸς τοὺς ἄλ­λους ἀν­θρώ­πους.
Με­τὰ τὴ γνω­στο­ποί­η­ση τῆς ἀ­πό­φα­σης τοῦ Ζακ­χαί­ου νὰ δι­α­νεί­μει τὴν πε­ρι­ου­σί­α του, ὁ Χρι­στὸς ὁ­μο­λο­γεῖ ὅ­τι ἡ σω­τη­ρί­α ἦρ­θε σ’ ἐ­κεῖ­νο τὸ σπί­τι. Δι­ό­τι καὶ ὁ Ζακ­χαῖ­ος εἶ­ναι παι­δὶ τοῦ Ἀ­βρα­άμ. Εἶ­ναι, καὶ ἐ­κεῖ­νος, τὸ χα­μέ­νο πρό­βα­το ποὺ ἦλ­θε νὰ ζη­τή­σει καὶ νὰ σώ­σει ὁ κα­λὸς ποι­μέ­νας. Ὁ Υἱ­ὸς τοῦ ἀν­θρώ­που ἦρ­θε νὰ ζη­τή­σει τὴ σω­τη­ρί­α τοῦ Ζακ­χαί­ου ἤ­δη πρὶν ὁ ἴ­διος ὁ Ζακ­χαῖ­ος ζη­τή­σει νὰ δεῖ ποι­ὸς εἶ­ναι ὁ Χρι­στός. Ἡ σω­τη­ρί­α αὐ­τὴ πε­ρι­λαμ­βά­νει τὴν ἀ­πο­κα­τά­στα­ση τῆς σχέ­σης τοῦ Ζακ­χαί­ου τό­σο μὲ τὸν ἴ­διο τὸ Θε­ό, ὅ­σο καὶ μὲ τὴν κοι­νό­τη­τα τοῦ λα­οῦ τοῦ Θε­οῦ, ἀ­πὸ τὴν ὁ­ποί­α τὸν εἶ­χε ἀ­πο­κλεί­σει ἡ προ­γε­νέ­στε­ρη ἁ­μαρ­τω­λὴ ζω­ή του.
Ἡ ση­με­ρι­νή πε­ρι­κο­πὴ μᾶς φα­νε­ρώ­νει, με­τα­ξὺ ἄλ­λων, τὰ στά­δια μέ­σα ἀ­πὸ τὰ ὁ­ποῖ­α συ­χνὰ δι­έρ­χε­ται ἡ σχέ­ση τοῦ ἀν­θρώ­που μὲ τὸν Θε­ό. Ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι ἁ­μαρ­τω­λὸς καὶ ἄ­δι­κος. Ὁ Χρι­στὸς ὅ­μως ἐ­πι­ζη­τεῖ τὴ σω­τη­ρί­α τοῦ ἀν­θρώ­που. Πολ­λὲς φο­ρὲς ἡ σω­τη­ρί­α αὐ­τή, ἡ συ­νάν­τη­ση δη­λα­δὴ μὲ τὸ Χρι­στό, πα­ρεμ­πο­δί­ζε­ται ἀ­πὸ ἄλ­λους ἀν­θρώ­πους, ἀ­κό­μα καὶ ἀ­πὸ πλή­θη ποὺ πε­ρι­στοι­χί­ζουν τὸ Χρι­στό, χω­ρὶς στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα νὰ κα­τα­νο­οῦν καὶ νὰ ἐν­στερ­νί­ζον­ται τὸ μή­νυ­μα καὶ τὴν ἀ­πο­στο­λή Του.
Γιὰ νὰ συ­ναν­τή­σει κα­νεὶς τὸ Χρι­στὸ θὰ πρέ­πει πρῶ­τα νὰ τὸ θέ­λει καὶ νὰ τὸ προ­σπα­θή­σει. Στὴ συ­νέ­χεια θὰ πρέ­πει νὰ τα­πει­νω­θεῖ, ὥ­στε νὰ ὁ­μοιά­σει ἐ­σω­τε­ρι­κὰ πρὸς ἐ­κεῖ­νον ποὺ τα­πει­νώ­θη­κε πά­νω στὸ Σταυ­ρὸ γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α μας. Μὲ τὴν τα­πεί­νω­ση ἀ­νοί­γει ὁ δρό­μος τῆς συ­νάν­τη­σης μὲ τὸν Χρι­στό. Ἡ συ­νάν­τη­ση ὅ­μως αὐ­τὴ δὲν ἐ­ξαν­τλεῖ­ται σὲ ἐ­σω­τε­ρι­κὰ βι­ώ­μα­τα καὶ εὐ­σε­βεῖς σκέ­ψεις. Ἐ­ὰν εἶ­ναι γνή­σια, με­του­σι­ώ­νε­ται σὲ συγ­κε­κρι­μέ­νες πρά­ξεις. Ὁ­δη­γεῖ στὴν ἔμ­πρα­κτη ἀλ­λα­γὴ τῆς στά­σης τοῦ ἀν­θρώ­που πρὸς τοὺς συ­ναν­θρώ­πους του. Καὶ κα­τα­λή­γει ὄ­χι στὴν τυ­πι­κή, ἀλ­λὰ στὴν οὐ­σι­α­στι­κὴ καὶ πλή­ρη ἔν­τα­ξή του στὸ λα­ὸ τοῦ Θε­οῦ, στὴν Ἐκ­κλη­σί­α, στὴν κοι­νό­τη­τα δη­λα­δὴ τῶν ἀν­θρώ­πων ποὺ ἀ­γω­νί­ζον­ται νὰ ἀ­γα­πή­σουν τὸ Θε­ὸ καὶ τὸν ἄν­θρω­πο, καὶ ποὺ βι­ώ­νουν κα­θη­με­ρι­νὰ τὴ θυ­σί­α ἀλ­λὰ καὶ τὴ χα­ρὰ τῆς πα­ρου­σί­ας τοῦ Θε­οῦ καὶ τοῦ ἀν­θρώ­που στὴ ζω­ή τους. Γέ­νοι­το.    Πηγή: Ιερά Μητρόπολη Χίου

Σάββατο 23 Ιανουαρίου 2016

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ 24 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2016

ICXCNIKA
Ἀ­ριθ­μὸς 4
24 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου 2016
Κυ­ρια­κή ΙΔ΄ Λου­κᾶ (Τοῦ τυ­φλοῦ)
(Λουκ. ι­η´ 35-43)
Στὸ ση­με­ρι­νό Εὐ­αγ­γε­λι­κὸ ἀ­νά­γνω­σμα, ἀ­γα­πη­τοί μου ἀ­δελ­φοί, ὁ Χρι­στὸς βρί­σκε­ται γιὰ τε­λευ­ταί­α φο­ρὰ στὴν Ἱ­ε­ρι­χὼ λί­γες ἡ­μέ­ρες πρὶν τὴν Σταύ­ρω­σή Του. ῾Ε­τοι­μά­ζε­ται νὰ ἀ­να­χω­ρή­σει. ῞Ε­να με­γά­λο πλῆ­θος ἀ­κο­λου­θεῖ τὸν Κύ­ριο. Μὲ με­γά­λο ἐν­δι­α­φέ­ρον οἱ ἄν­θρω­ποι ἀ­κού­ουν τὴ δι­δα­σκα­λί­α Του. Τὴν ὡ­ραί­α ἀ­τμό­σφαι­ρα δι­α­τα­ράσ­σουν ὅ­μως οἱ δυ­να­τὲς κραυ­γές ἑ­νὸς τυ­φλοῦ.
῾Ο ἄν­θρω­πος αὐ­τὸς στε­κό­ταν στὴν ἄ­κρη τοῦ δρό­μου καὶ ζη­τι­ά­νευ­ε. Ἡ σω­μα­τι­κὴ τύ­φλω­ση τὸν εἶ­χε ὁ­δη­γή­σει στὸ κοι­νω­νι­κὸ πε­ρι­θώ­ριο. Εἶ­χε πλη­ρο­φο­ρη­θεῖ ὅ­τι ἐ­κεῖ­νες τὶς ἡ­μέ­ρες βρι­σκό­ταν στὴν Ἱ­ε­ρι­χὼ ὁ Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός, γνώ­ρι­ζε ὅ­τι εἶ­χε ἐ­πι­τε­λέ­σει πολ­λὰ θαύ­μα­τα, ἰ­δι­αι­τέ­ρως θε­ρα­πεῖ­ες σὲ ἀρ­ρώ­στους. Ὁ τυ­φλὸς Βαρ­τί­μαι­ος (αὐ­τὸ ἦ­ταν τὸ ὄ­νο­μά του) θε­ώ­ρη­σε ὅ­τι εἶ­χε μπρο­στά του τὴν μο­να­δι­κὴ εὐ­και­ρί­α νὰ γι­α­τρευ­θεῖ καὶ ὅ­τι δὲν ἔ­πρε­πε νὰ τὴν ἀ­φή­σει νὰ φύ­γει ἀ­νεκ­με­τάλ­λευ­τη. Τὸ πλῆ­θος τοῦ κό­σμου, ἡ ἱ­ε­ρό­τη­τα τῆς ὥ­ρας τῆς δι­δα­σκα­λί­ας, τὸ κῦ­ρος τοῦ Δι­δα­σκά­λου καὶ ἡ δι­κή του κοι­νω­νι­κὴ θέ­ση τὸν ἐμ­πό­δι­ζαν νὰ προ­σεγ­γί­σει τὸν Χρι­στό. Δὲν θὰ γι­νό­ταν ἀν­τι­λη­πτός, ἂν δὲν φώ­να­ζε μὲ δυ­να­τὲς φω­νές. Ἀ­να­γνω­ρί­ζει τὴν μεσ­σι­α­νι­κὴ ἰ­δι­ό­τη­τα καὶ ζη­τεῖ τὸ ἔ­λε­ος τοῦ Χρι­στοῦ. ῾Η ἄ­με­ση καὶ ἐ­πεί­γου­σα ἀ­νάγ­κη τῆς ὑ­γεί­ας του καὶ ἡ ἔν­το­νη ἐ­πι­θυ­μί­α του νὰ γι­α­τρευ­θεῖ τὸν σπρώ­χνουν σὲ αὐ­τὴν τὴν θερ­μὴ ἱ­κε­σί­α.
Οἱ ἄν­θρω­ποι ὅ­μως ποὺ προ­πο­ρεύ­ον­ταν, ποὺ βρί­σκον­ταν γύ­ρω ἀ­π’ τὸν Χρι­στὸ καὶ θαύ­μα­ζαν τὴν δι­δα­σκα­λί­α Του, ἐ­νο­χλή­θη­καν ἀ­π’ τὶς φω­νὲς τοῦ τυ­φλοῦ καὶ τὸν ἐ­πέ­πλη­ξαν μὲ αὐ­στη­ρό­τη­τα. Ἀ­παί­τη­σαν ἀ­π’ τὸν τυ­φλὸ νὰ σι­ω­πή­σει καὶ νὰ μὴ δι­α­κό­πτει μὲ τὶς φω­νές του τὴν ὡ­ραί­α δι­δα­σκα­λί­α. Ἀ­κό­μη ἕ­να ἐμ­πό­διο πα­ρεμ­βάλ­λε­ται με­τα­ξὺ τοῦ ἀν­θρώ­που ποὺ βρί­σκε­ται σὲ ἀ­νάγ­κη καὶ τοῦ Θε­αν­θρώ­που.
Πολ­λὲς φο­ρὲς ἀρ­κε­τοὶ ἄν­θρω­ποι ἐκ­φρά­ζουν τὴν ἐ­πι­θυ­μί­α νὰ γνω­ρί­σουν τὸν Θε­ὸ καὶ νὰ ζή­σουν μέ­σα στὴν Ἐκ­κλη­σί­α. Τὶς πε­ρισ­σό­τε­ρες φο­ρὲς ὅ­μως ἡ ἀ­να­ζή­τη­ση αὐ­τὴ δὲν ὁ­λο­κλη­ρώ­νε­ται. Δὲν κα­τορ­θώ­νουν οἱ ἄν­θρω­ποι νὰ ὑ­περ­νι­κή­σουν τὶς ἐ­σω­τε­ρι­κὲς ἀμ­φι­βο­λί­ες τους. ῾Η ὑ­περ­βο­λι­κὴ ἐμ­πι­στο­σύ­νη στὴν λο­γι­κὴ δὲν τοὺς ἀ­φή­νει νὰ πι­στεύ­σουν. Τὰ πά­θη καὶ οἱ πο­κί­λες ἐ­ξαρ­τή­σεις τῆς ἁ­μαρ­τί­ας τοὺς κρα­τοῦν αἰχ­μα­λώ­τους. Καὶ δυ­στυ­χῶς δὲν εἶ­ναι μό­νο ἡ πε­ριρ­ρέ­ου­σα κοι­νω­νι­κὴ ἀ­τμό­σφαι­ρα, ὁ κό­σμος ποὺ ζεῖ μα­κριὰ ἀ­π’ τὸν Θε­ό. Εἶ­ναι ἀ­να­με­νό­με­νο ὅ­τι ὅ­λοι αὐ­τοὶ θέ­λουν νὰ ἀ­πο­τρέ­ψουν τοὺς ἄλ­λους ἀν­θρώ­πους ἀ­π’ τὴν ζω­ὴ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. ῾Υ­πάρ­χουν καὶ ἄν­θρω­ποι στὸν χῶ­ρο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ποὺ δη­λώ­νουν ὅ­τι εἶ­ναι καὶ λέ­γον­ται Χρι­στια­νοί, οἱ ὁ­ποῖ­οι ὅ­μως σκαν­δα­λί­ζουν μὲ τὴν συμ­πε­ρι­φο­ρά τους, τὴν ἀ­συ­νέ­πεια στὴ ζω­ή τους καὶ τὴν τυ­πο­λα­τρεί­α τους στὴ σχέ­ση τους μὲ τὸν Θε­ό. Ἀν­τὶ νὰ προσ-κα­λοῦν καὶ νὰ προ­σελ­κύ­ουν στὴν ζω­ὴ τῆς πί­στε­ως μέ­σα στὴν Ἐκ­κλη­σί­α, αὐ­τοὶ ἀ­πω­θοῦν καὶ σκαν­δα­λί­ζουν.
῾Ο τυ­φλὸς ὅ­μως δὲν ἀ­πο­γο­η­τεύ­ε­ται καὶ δὲν ἀ­πο­θαρ­ρύ­νε­ται. Ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ νὰ φω­νά­ζει μὲ με­γα­λύ­τε­ρη ἔν­τα­ση. Ἐ­πι­μέ­νει καὶ πα­ρα­κάμ­πτει τὰ ἐμ­πό­δια. ῾Η στά­ση αὐ­τὴ μᾶς δι­δά­σκει ὅ­τι ἐ­κεῖ­νος ποὺ μὲ εἰ­λι­κρί­νεια καὶ πραγ­μα­τι­κὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον ἀ­να­ζη­τεῖ τὸν Θε­ό, θὰ ὑ­περ­νι­κή­σει ὅ­λες τὶς δυ­σκο­λί­ες. Καὶ τὸ σπου­δαι­ό­τε­ρο ἀ­π’ ὅ­λα εἶ­ναι ὅ­τι ὁ Ἴ­διος ὁ Χρι­στὸς ἐ­πι­βρα­βεύ­ει τὴν ἐ­πι­μο­νὴ τοῦ τυ­φλοῦ καὶ ἀν­τα­πο­κρί­νε­ται στὶς ἱ­κε­σί­ες του.
Δι­έ­κο­ψε γιὰ λί­γο τὴν δι­δα­σκα­λί­α Του, γιὰ νὰ ἀ­πευ­θύ­νει στὸν τυ­φλὸ τὴν ἐ­ρώ­τη­ση τί ἀ­κρι­βῶς θὰ πε­ρί­με­νε ἀ­π’ Αὐ­τόν. Μί­α ἐ­ρώ­τη­ση ποὺ σὲ μᾶς ἴ­σως φαί­νε­ται πε­ριτ­τή, ἐ­πει­δὴ εἶ­ναι φυ­σι­κὸ ἕ­νας ἄρ­ρω­στος νὰ ἐ­πι­θυ­μεῖ νὰ ἀ­πο­κτή­σει τὴν ὑ­γεί­α του.῾Η ἀ­πάν­τη­ση τοῦ τυ­φλοῦ ὅ­τι θέ­λει νὰ δεῖ ἀ­πο­δει­κνύ­ει ὅ­τι ἡ ἀ­νάγ­κη τῆς ὑ­γεί­ας τὸν ὠ­θεῖ σὲ αὐ­τὴν τὴν ἔν­το­νη ἱ­κε­σί­α. Μί­α ἀ­νάγ­κη ἄ­με­ση καὶ ἐ­πεί­γου­σα, ποὺ δὲν μπο­ρεῖ νὰ πε­ρι­μέ­νει, ἐ­πει­δὴ ἡ ὅ­ρα­ση εἶ­ναι ἡ πιὸ ση­μαν­τι­κὴ ἀ­π’ τὶς σω­μα­τι­κὲς αἰ­σθή­σεις. Οἱ ἄλ­λοι ἄν­θρω­ποι ποὺ πα­ρευ­ρί­σκον­ταν ἐ­κεῖ καὶ θαύ­μα­ζαν τὴ δι­δα­σκα­λί­α τοῦ Χρι­στοῦ, εἶ­χαν θε­ω­ρη­τι­κὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον, θρη­σκευ­τι­κὴ πε­ρι­έρ­γεια μᾶλ­λον, πα­ρὰ ἀ­λη­θι­νὴ ἀ­να­ζή­τη­ση.
῾Ο Χρι­στὸς ἔ­στρε­ψε τὴν προ­σο­χή Του στὸν τυ­φλό, τὸ θαῦ­μα πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε ἀ­μέ­σως καὶ ἡ ζω­ὴ τοῦ ἀν­θρώ­που ἄλ­λα­ξε. Μέ­σα σὲ συγ­κεν­τρω­μέ­νο πλῆ­θος ἐ­κτὸς ἀ­π’ τὸν τυ­φλὸ Βαρ­τί­μαι­ο βρέ­θη­καν τό­σο ὁ ἀρ­χι­τε­λώ­νης Ζακ­χαῖ­ος λί­γο πρὶν στὴν ἴ­δια πό­λη (τὴν Ἱ­ε­ρι­χώ) ὅ­σο καὶ ἡ αἱ­μορ­ρο­οῦ­σα στὴν Κα­περ­να­ούμ. Σ’ αὐ­τὲς τὶς τρεῖς πε­ρι­πτώ­σεις, μέ­σα στὸ πλῆ­θος μό­νο αὐ­τοὶ οἱ συγ­κε­κρι­μέ­νοι ἄν­θρω­ποι κρί­θη­καν κα­τάλ­λη­λοι νὰ λά­βουν τὴ εὐ­ερ­γε­σί­α ἀ­π’ τὸν Χρι­στό.
῾Ο Χρι­στὸς, ἀ­δελ­φοί μου, ἦλ­θε στὸν κό­σμο, γιὰ νὰ ἐγ­και­νιά­σει μί­α νέ­α ζω­ὴ γιὰ τὸν ἄν­θρω­πο. Ὄ­χι γιὰ νὰ δι­α­τυ­πώ­σει ἁ­πλῶς ὡ­ραῖ­ες ἰ­δέ­ες. Καὶ ἄλ­λοι ἔ­χουν δι­α­κη­ρύ­ξει σο­φὲς σκέ­ψεις. Καὶ σή­με­ρα ἐ­μεῖς δι­α­νύ­ου­με μί­α πε­ρί­ο­δο κρί­σε­ως, ἀλ­λὰ δὲν με­τα­νο­οῦ­με. Δὲν ζη­τοῦ­με ἀ­π’ τὸν Χρι­στὸ λύ­σεις στὸ ἀ­δι­έ­ξο­δο. Μό­νο ἀ­κα­τά­σχε­τες συ­ζη­τή­σεις γί­νον­ται, ἀλ­λὰ κα­νέ­να οὐ­σι­α­στι­κὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα δὲν ἐ­πι­τυγ­χά­νε­ται. ῾Ο τυ­φλὸς τῆς Ἱ­ε­ρι­χοῦς ἀ­ξι­ο­ποί­η­σε τὴν εὐ­και­ρί­α τῆς πα­ρου­σί­ας τοῦ Χρι­στοῦ, πα­ρέ­καμ­ψε μὲ θάρ­ρος ὅ­λα τὰ ἐμ­πό­δια καὶ ἀ­ξι­ώ­θη­κε νὰ ζή­σει τὸ θαῦ­μα. Ἄς τὸν μι­μη­θοῦ­με καὶ ἐ­μεῖς. Ἀ­μήν.    Πηγή: Ιερά Μητρόπολη Χίου

Σάββατο 16 Ιανουαρίου 2016

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ 17 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2016

ICXCNIKA
Ἀ­ριθ­μὸς 3
Κυ­ρια­κή ΙΒ΄ Λου­κᾶ (Τῶν δέ­κα λε­πρῶν)
17 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου 2016
(Λουκ. ιζ´ 12-19)
Τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο ποὺ ἀ­κού­σα­με σή­με­ρα, ἀ­γα­πη­τοί μου ἀ­δελ­φοί, μι­λά­ει γιὰ ἕ­να θαῦ­μα ποὺ ἔ­κα­νε ὁ Χρι­στὸς βρι­σκό­με­νος κον­τὰ σὲ ἕ­να χω­ριὸ με­τα­ξὺ τῶν συ­νό­ρων τῆς Σα­μά­ρειας καὶ τῆς Γα­λι­λαί­ας. Τὸ θαῦ­μα αὐ­τὸ κα­τέ­γρα­ψε μό­νο ὁ Εὐ­αγ­γε­λι­στὴς Λου­κᾶς ποὺ ὡς για­τρὸς συγ­κρά­τη­σε στὴ μνή­μη του, καὶ εἶ­ναι ἕ­να ἀ­πὸ τὰ τε­λευ­ταῖ­α θαύ­μα­τα ποὺ ἔ­κα­νε ὁ Κύ­ριος λί­γο πρὶν μπεῖ στὰ Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα καὶ ὑ­πο­στεῖ τὸ «ἐ­κού­σιον πά­θος».
Τὸν Χρι­στὸ συ­ναν­τοῦν δέ­κα ἄν­θρω­ποι ποὺ πάσχουν ἀ­πὸ τὴ φο­βε­ρὴ τό­τε ἀ­σθέ­νεια τῆς λέ­πρας. Πρό­κει­ται γιὰ μί­α βα­σα­νι­στι­κὴ ἀρ­ρώ­στια ποὺ ἀλ­λοί­ω­νε τὸ σῶ­μα, ἄλ­λα­ζε καὶ πα­ρα­μόρ­φω­νε τὸ πρό­σω­πο, καὶ μό­λις κά­ποι­ος πα­ρου­σί­α­ζε τέ­τοι­α συμ­πτώ­μα­τα, τὸν ἀ­πο­μό­νω­ναν καὶ τὸν ὁ­δη­γοῦ­σαν σὲ τό­πο ἐ­ξο­ρί­ας καὶ μα­κριὰ ἀ­πὸ τοὺς ὑ­γι­εῖς ἀν­θρώ­πους. Αὐ­τὸς ἦ­ταν καὶ ὁ λό­γος ποὺ οἱ δέ­κα αὐ­τοὶ ἄν­θρω­ποι στά­θη­καν «πόρ­ρω­θεν», δη­λα­δὴ μα­κριὰ ἀ­πὸ τὸν Ἰ­η­σοῦ καὶ τὸν πα­ρα­κα­λοῦ­σαν μὲ ὅ­λη τὴν δύ­να­μη τῆς φω­νῆς τους· «Ἰ­η­σοῦ ἐ­πι­στά­τα, ἐ­λέ­η­σον ἡ­μᾶς».
Οἱ φω­νὲς καὶ οἱ ἱ­κε­σί­ες τους βρῆ­καν ἀ­πὸ τὸν Χρι­στὸ ἀν­τα­πό­κρι­ση. Τοὺς κα­λεῖ νὰ πο­ρευ­θοῦν πρὸς τοὺς ἱ­ε­ρεῖς τους καὶ νὰ δεί­ξουν τὰ σώ­μα­τά τους. Για­τί, ὅ­πως ὅ­ρι­ζε ὁ Μω­σα­ϊ­κὸς νό­μος, ἐ­κεῖ­νοι ἔ­πρε­πε νὰ βε­βαι­ώ­σουν ὅ­τι πραγ­μα­τι­κὰ θε­ρα­πεύ­θη­καν ἀ­πὸ τὴν λέ­πρα. Καὶ οἱ δέ­κα λε­προὶ ὑ­πα­κού­ουν στὴν ἐν­το­λὴ τοῦ Χρι­στοῦ καί, πρὶν πα­ρου­σια­στοῦν στοὺς ἱ­ε­ρεῖς, ἔ­χουν ἤ­δη θε­ρα­πευ­τεῖ.
Τὴν εὐ­ερ­γε­σί­α ὅ­μως αὐ­τὴ τοῦ Θε­οῦ τὴν ἐ­κτί­μη­σε μό­νο ὁ ἕ­νας καὶ γύ­ρι­σε καὶ Τὸν εὐ­χα­ρί­στη­σε. Καὶ μά­λι­στα αὐ­τὸς ὁ ἕ­νας δὲν ἦ­ταν Ἰ­ου­δαῖ­ος ὅ­πως οἱ ὑ­πό­λοι­ποι ἐν­νέ­α, δηλ. ἀ­πό­γο­νος τοῦ Ἀ­βρα­ὰμ καὶ πι­στὸς τοῦ ἀ­λη­θι­νοῦ Θε­οῦ, ἀλ­λὰ Σα­μα­ρεί­της, φυ­λε­τι­κὰ ἀ­πὸ ἕ­να γέ­νος ποὺ ἦ­ταν θρη­σκευ­τι­κὸ μεῖγ­μα Ἰ­ου­δα­ϊ­σμοῦ καὶ εἰ­δω­λο­λα­τρί­ας. Καὶ ὅ­μως αὐ­τὸς μό­νο γύ­ρι­σε νὰ εὐ­χα­ρι­στή­σει τὸ Θε­ό. Καὶ ἐ­κεί­νη τὴ στιγ­μὴ ὁ Χρι­στὸς ἐ­ξέ­φρα­σε τὸ πα­ρά­πο­νό Του: «οὐ­χὶ οἱ δέ­κα ἐ­κα­θα­ρί­σθη­σαν; οἱ δὲ ἐν­νέ­α ποῦ;».
Ἡ πί­στη τῶν ἐν­νέ­α λε­πρῶν, ὅ­πως φά­νη­κε ἐκ τῶν ὑ­στέ­ρων, ἦ­ταν ἐ­πι­φα­νεια­κή, ρη­χή, χω­ρὶς ρί­ζες καὶ πε­ρι­ε­χό­με­νο. Ἡ ἀ­χα­ρι­στί­α καὶ ἡ ἀ­γνω­μο­σύ­νη ἦ­ταν τὰ βα­σι­κό­τε­ρα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ τῆς συμ­πε­ρι­φο­ρᾶς τους· τί εἶ­ναι ὅ­μως ἡ ἀ­χα­ρι­στί­α καὶ πῶς φαί­νε­ται μέ­σα ἀ­πὸ τὴν συμ­πε­ρι­φο­ρά μας;
Ἡ ἀ­χα­ρι­στί­α πη­γά­ζει ἀ­πὸ μί­α ψυ­χὴ ἐ­γω­ϊ­στι­κὴ. Ὁ ἄν­θρω­πος ὅ­ταν ἔ­χει συ­νη­θί­σει νὰ γί­νε­ται τὸ κέν­τρο τῶν ἄλ­λων ἀν­θρώ­πων, πο­τὲ δὲν αἰ­σθά­νε­ται ὅ­τι οἱ εὐ­ερ­γε­τι­κὲς ἐ­νέρ­γει­ες τῶν ἄλ­λων ἀ­πο­τε­λοῦν εὐ­ερ­γε­σί­α, ἀλ­λὰ τὶς θε­ω­ρεῖ ἁ­πλῶς κα­θῆ­κον. Ἔ­τσι λοι­πόν, φτά­νει ὁ ἄν­θρω­πος στὸ ὁ­δυ­νη­ρὸ ση­μεῖ­ο νὰ μὴν εὐ­χα­ρι­στεῖ οὔ­τε τὸν ἴ­διο τὸ Θε­ό, ἀλ­λὰ πολ­λὲς φο­ρὲς καὶ νὰ Τὸν ὑ­βρί­ζει, ξε­χνῶν­τας τὶς ποι­κί­λες καὶ σω­τή­ρι­ες εὐ­ερ­γε­σί­ες Του.
Ἡ ρί­ζα λοι­πὸν τῆς ἀ­γνω­μο­σύ­νης εἶ­ναι ὁ ἐ­γω­ι­σμός. Ὁ ἐ­γω­ι­στὴς ἄν­θρω­πος δὲν μπο­ρεῖ νὰ ἐ­ρευ­νή­σει τὸν ἐ­σω­τε­ρι­κὸ του κό­σμο, δὲν μπο­ρεῖ νὰ ἔλθει σὲ αὐ­το­γνω­σί­α καὶ νὰ δεῖ ποι­ὸς εἶ­ναι. Ἔ­χει φτιά­ξει ἕ­να ψεύ­τι­κο εἴ­δω­λο καὶ ὅ­λους τοὺς ἄλ­λους τοὺς θε­ω­ρεῖ ὑ­πο­χρε­ω­μέ­νους νὰ τὸν ὑ­πη­ρε­τοῦν. Πῶς εἶ­ναι δυ­να­τὸν νὰ αἰ­σθά­νε­ται εὐ­γνω­μο­σύ­νη ἕ­νας τέ­τοι­ος ἄν­θρω­πος;
Ἄς ἔλθου­με ὅ­μως, ἀ­γα­πη­τοὶ μου, καὶ στὸν Σα­μα­ρεί­τη τῆς ση­με­ρι­νῆς Εὐ­αγ­γε­λι­κῆς πε­ρι­κο­πῆς. Ἐ­κεῖ­νος εὐ­χα­ρί­στη­σε τὸν Χρι­στὸ γιὰ τὴν θε­ρα­πεί­α του καὶ ὁ Θε­ὸς δὲν τὸν θε­ρά­πευ­σε μό­νο ἀ­πὸ τὴν σω­μα­τι­κὴ ἀλ­λὰ καὶ ἀ­πὸ τὴν ψυ­χι­κὴ λέ­πρα, ποὺ εἶ­ναι ἡ ἁ­μαρ­τί­α.
Κά­θε ἄν­θρω­πος ποὺ εἶ­ναι εὐ­γνώ­μων, εὐ­χα­ρι­στεῖ κα­θη­με­ρι­νὰ τὸν Θε­ὸ γιὰ τὶς πολ­λα­πλὲς εὐ­ερ­γε­σί­ες Του. Δὲν ξε­χνᾶ τὴν εὐ­ερ­γε­σί­α καὶ προ­σπα­θεῖ νὰ τὴν ἀν­τα­πο­δώ­σει μὲ ὅ­ποι­ο τρό­πο μπο­ρεῖ. Ἐ­μεῖς ποὺ δε­χό­μα­στε κα­θη­με­ρι­νὰ τὶς εὐ­ερ­γε­σί­ες Του Τὸν εὐ­χα­ρι­στοῦ­με; Ἀ­να­γνω­ρί­ζου­με τὸ ὅ­τι καὶ ποὺ ζοῦ­με εἶ­ναι ἔρ­γο τῆς πρό­νοι­ας καὶ τῆς ἀ­γά­πης Του;
Ἔ­χου­με χρέ­ος νὰ εὐ­χα­ρι­στοῦ­με τὸν Θε­ὸ ἀ­πὸ τὸν ὁ­ποῖ­ο «πᾶ­σα δό­σις ἀ­γα­θὴ καὶ πᾶν δώ­ρη­μα τέ­λει­ον ἄ­νω­θέν ἐ­στι κα­τα­βαῖ­νον». Τὸ κα­θῆ­κον αὐ­τὸ ὑ­πο­γραμ­μί­ζει καὶ ὁ ἀ­πό­στο­λος τῶν ἐ­θνῶν Παῦ­λος γρά­φον­τας: «Εὐ­χα­ρι­στοῦν­τες πάν­το­τε καὶ ὑ­πὲρ πάντων τῷ Θε­ῷ καὶ πα­τρὶ».
Ἄν θέ­λου­με νὰ ἀ­κο­λου­θή­σου­με αὐ­τὸ ποὺ ἔ­κα­νε ὁ ήΧρι­στὸς καὶ οἱ Ἅ­γιοί μας θὰ πρέ­πει νὰ εὐ­χα­ρι­στοῦ­με τὸν Θε­ὸ ὄ­χι μό­νο γιὰ τὶς εὐ­ερ­γε­σί­ες Του, ἀλ­λὰ καὶ γι’ αὐ­τὰ ποὺ μᾶς φαί­νον­ται ὡς δο­κι­μα­σί­ες. Οἱ θλί­ψεις, οἱ πό­νοι, οἱ ἀ­σθέ­νει­ες εἶ­ναι εὐ­ερ­γε­σί­ες τοῦ Θε­οῦ, ἐ­πι­σκέ­ψεις τῆς ἀ­γά­πης Του ποὺ μᾶς παι­δα­γω­γοῦν καὶ μᾶς ὁ­δη­γοῦν στὴν σω­τη­ρί­α. Ἄς ἀ­να­φω­νοῦ­με καὶ ἐ­μεῖς ἐ­κεῖ­νο ποὺ στὶς δύ­σκο­λες στιγ­μές του ἔ­λε­γε ὁ ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Χρυ­σό­στο­μος: «Δό­ξα τῷ Θε­ῷ πάν­των ἔ­νε­κεν».
Ἀ­γα­πη­τοί μου, ἀ­πὸ τοὺς δέ­κα θε­ρα­πευ­θέν­τες λε­προὺς τῆς ση­με­ρι­νῆς πε­ρι­κο­πῆς μό­νο ἕ­νας γύ­ρι­σε καὶ εὐ­χα­ρί­στη­σε τὸν Χρι­στό. Αὐ­τὸ μᾶς δεί­χνει πό­σο δύ­σκο­λο πρᾶγ­μα εἶ­ναι ἡ εὐ­γνω­μο­σύ­νη. Ἐ­κεῖ­νο ποὺ μᾶς ἐμ­πο­δί­ζει νὰ δοῦ­με τὸ κα­λὸ ποὺ μᾶς ἔ­κα­νε ὁ ἄλ­λος εἶ­ναι ὁ ἐ­γω­ι­σμός. Γιὰ νὰ ἐκ­φρά­σου­με τὴν εὐ­γνω­μο­σύ­νη μας πρέ­πει νὰ τα­πει­νω­θοῦ­με. Ἄς εἴ­μα­στε πάν­το­τε τα­πει­νοὶ καὶ εὐ­γνώ­μο­νες πρὸς τὸν Θε­ὸ καὶ πα­τέ­ρα μας ἀλ­λὰ καὶ στοὺς συ­ναν­θρώ­πους μας. Ἀ­μήν.    Πηγή: Ιερά Μητρόπολη Χίου

Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2016

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ 10 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2016


ICXCNIKA
Ἀ­ριθ­μὸς 2
Κυ­ρια­κὴ Με­τά τὰ Φῶ­τα
10 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου 2016
(Ματθ. δ΄, 12-17)
Ὁ προ­φή­της Ἠ­σα­ΐ­ας, ἀ­δελ­φοί μου, προ­λέ­γει ὅ­τι μέ­σα στὸ βα­θύ­τα­το σκο­τά­δι τῆς ἐ­πο­χῆς πρὸ τοῦ Κυ­ρί­ου ἔ­μελ­λε νὰ ἀ­να­τεί­λη με­γά­λο καὶ θαυ­μά­σιο φῶς. Καὶ πράγ­μα­τι μὲ τὸν ἐρ­χο­μὸ τοῦ Κυ­ρί­ου ἀ­να­τέλ­λει μί­α νέ­α φω­τει­νὴ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, για­τί στὸ πρό­σω­πό Του καὶ ἡ προ­φη­τεί­α αὐ­τὴ ἐκ­πλη­ρώ­νε­ται.
Ἦλ­θε στὸν κό­σμο καὶ προ­φη­τι­κὰ ἀ­πὸ τὸν πρε­σβύ­τη Συ­με­ὼν χα­ρα­κτη­ρί­σθη­κε «φῶς εἰς ἀ­πο­κά­λυ­ψιν ἐ­θνῶν». Τὸ σκο­τά­δι τῆς εἰ­δω­λο­λα­τρεί­ας θὰ δι­α­λυ­θεῖ καὶ τὸ ἀ­πο­κα­λυ­πτι­κὸ φῶς θὰ ἐγ­κα­τα­στα­θεῖ μο­νί­μως στὴ γῆ, γιὰ νὰ φω­τί­ζει κά­θε ἄν­θρω­πο ποὺ θὰ ἤ­θε­λε νὰ τὸ ἀν­τι­κρύ­σει. Ὁ εὐ­αγ­γε­λι­στὴς Ἰ­ω­άν­νης δι­α­τυ­πώ­νει αὐ­τὴν ἀ­κρι­βῶς τὴν ἀ­λή­θεια: «Ἡ χά­ρις καὶ ἡ ἀ­λή­θεια διὰ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ ἐ­γέ­νε­το». Ὁ ἱ­ε­ρὸς Ὑ­μνω­δὸς ἀ­να­φω­νεῖ: «ἐ­πε­φά­νης σή­με­ρον τῇ οἰ­κου­μέ­νῃ καὶ τὸ φῶς Σου Κύ­ρι­ε ἐ­ση­μει­ώ­θη ἐφ᾿ ἡ­μᾶς, ἦλ­θες,  ἐ­φά­νης τὸ φῶς τὸ ἀ­πρό­σι­τον». Ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος τοῦ­το τὸ φῶς τὸ θε­ω­ρεῖ χά­ρη καὶ γιὰ αὐ­τὸ γρά­φει «ἐ­πε­φά­νη ἡ χά­ρις τοῦ Θε­οῦ ἡ σω­τή­ριος πᾶ­σιν ἀν­θρώ­ποις». Τοῦ­το τὸ φῶς, τού­τη ἡ χά­ρις, ἡ Θεί­α Χά­ρις, εἶ­ναι ἡ εὔ­σπλαγ­χνη εὔ­νοι­α τοῦ Θε­οῦ, μὲ τὴν ὁ­ποί­α δω­ρί­ζει στὸν ἄν­θρω­πο τὰ χα­ρί­σμα­τά Του. Συ­νε­πῶς τὸ φῶς τοῦ Χρι­στοῦ, ἡ χά­ρις Του, εἶ­ναι δω­ρε­ὰ τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος ποὺ πα­ρέ­χε­ται «ἐν Τριά­δι πα­ρὰ Πα­τρὸς δι᾿ Υἱ­οῦ ἐν Ἁ­γί­ῳ Πνεύ­μα­τι». Εἶ­ναι δὲ δῶ­ρον - δω­ρε­ά, για­τί δί­νε­ται πλου­σι­ο­πά­ρο­χα ἀ­πὸ τὸν Κύ­ριο, ὄ­χι γιὰ τὴν τυ­χὸν ἀ­ξι­ο­μι­σθί­α τοῦ ἀν­θρώ­που, ἀλ­λὰ ἐ­πει­δὴ ὁ Δω­ρε­ο­δό­της εἶ­ναι χά­ρις καὶ φῶς καὶ σω­τη­ρί­α. Ἃς μὴ λη­σμο­νοῦ­με δὲ ὅ­τι ὁ ἄν­θρω­πος, ἀ­κό­μα καὶ ἂν πρά­ξει «πάν­τα τὰ δι­α­τα­χθέν­τα», δὲν παύ­ει νὰ εἶ­ναι «δοῦ­λος ἀ­χρεῖ­ος» καὶ νὰ ἔ­χει πρά­ξει «ὃ ὤ­φει­λε ποι­ῆ­σαι».
Ἀ­γα­πη­τοί μου ἀ­δελ­φοί, πολ­λὰ ἀ­πὸ τὰ με­γά­λα πνεύ­μα­τα τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τος πρό­βαλ­λαν τοὺς ἑ­αυ­τούς τους ὡς σω­τῆ­ρες τοῦ κό­σμου. Ὅ­μως πα­ρῆλ­θαν καὶ αὐ­τοὶ καὶ οἱ ἰ­δέ­ες τους. Τί­πο­τα δὲν μπο­ρεῖ νὰ στα­θεῖ πλη­σί­ον τοῦ Χρι­στοῦ ἢ νὰ ἀ­να­με­τρη­θεῖ μὲ τὸ αἰ­ώ­νιο φῶς Του καὶ τὴν δι­δα­σκα­λί­α Του. Γιὰ αὐ­τὸ καὶ ἵ­δρυ­σε ἐ­πὶ γῆς τὴν Ἐκ­κλη­σί­α Του καὶ κατ᾿ αὐ­τὸν τὸν τρό­πο τὸ φῶς τῆς δι­δα­σκα­λί­ας Του πα­ρα­μέ­νει δια­ρκῶς στὸν κό­σμο. Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι ὁ «Χρι­στὸς πα­ρα­τει­νό­με­νος εἰς τοὺς αἰ­ῶ­νας». Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι τὸ δῶ­ρο καὶ τὸ μέ­σον τῆς σω­τη­ρί­ας. Ὁ Θε­ὸς θέ­λει «πάν­τας ἀν­θρώ­πους σω­θῆ­ναι» καὶ τοὺς προ­σφέ­ρει ὡς δῶ­ρο τὸ φῶς τὸ ἀ­λη­θι­νό, ἀλ­λὰ καὶ τὸ μέ­σον ποὺ τοὺς χρει­ά­ζε­ται γι᾿αὐ­τὸ τὸ σκο­πό, ποὺ εἶ­ναι τὰ μυ­στή­ρια τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας Του. Ὁ Χρι­στὸς «φῶς εἰς τὸν κό­σμον ἐ­λή­λυ­θε». Ἀλ­λὰ πα­ρὰ ταῦ­τα ἀ­παι­σι­ό­δο­ξη εἶ­ναι ἡ εἰ­κό­να καὶ τῆς ἐ­πο­χῆς μας, τό­σον ὥ­στε ὁ Κύ­ριος εἶ­πεν: «Τὸ φῶς ἐ­λή­λυ­θεν εἰς τὸν κό­σμον καὶ ἠ­γά­πη­σαν οἱ ἄν­θρω­ποι μᾶλ­λον τὸ σκό­τος ἢ τὸ φῶς». Ἡ ζω­ὴ τῆς ἀρ­νή­σε­ως, ἡ ζω­ὴ τῆς φαυ­λό­τη­τος καὶ τῆς ἀ­δι­κί­ας, τὸ μῖ­σος καὶ ἡ ἔ­χθρα, ἡ πει­σμα­τι­κὴ πα­ρα­μο­νὴ μέ­σα στὴν ἁ­μαρ­τί­α, ἡ ἀ­που­σί­α τῆς φι­λο­θε­ΐ­ας ὁ­δη­γοῦν τοὺς ἀν­θρώ­πους στὸ σκό­τος καὶ τὴ σκιὰ τοῦ θα­νά­του. Καὶ ὁ «πε­ρι­πα­τῶν ἐν τῇ σκο­τί­ᾳ οὐκ οἶ­δε ποῦ ὑ­πά­γει. Ἕ­ως τὸ φῶς ἔ­χε­τε, πι­στεύ­ε­τε εἰς τὸ φῶς, ἵ­να υἱ­οὶ φω­τὸς γέ­νη­σθε».
Ἀ­γα­πη­τοί μου, τὸ ση­με­ρι­νὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο ἀ­να­φέ­ρε­ται ἐ­πί­σης στὴν ἔ­ναρ­ξη τῆς δη­μό­σιας δρά­σε­ως τοῦ Θε­αν­θρώ­που καὶ τὸ πε­ρι­ε­χό­με­νο τοῦ κη­ρύγ­μα­τός Του ποὺ ἦ­ταν καὶ εἶ­ναι «Με­τα­νο­εῖ­τε· ἤγ­γι­κε γὰρ ἡ βα­σι­λεί­α τῶν οὐ­ρα­νῶν». Μὲ τὴν ὑ­πό­δει­ξη αὐ­τὴ ὁ Θε­ὸς κά­νει δι­ά­λο­γο, συ­νε­χί­ζει τὸ δι­ά­λο­γο ποὺ εἶ­χε μὲ τὸν Ἀ­δὰμ στὸν Πα­ρά­δει­σο. Με­τά­νοι­α κή­ρυτ­ταν καὶ οἱ προ­φῆ­τες τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης. Ἡ πρό­τα­ση καὶ σή­με­ρα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας εἶ­ναι «Με­τα­νο­εῖ­τε» καὶ μα­κα­ρί­ζει ὅ­ποι­ον «οὐκ ἐ­πο­ρεύ­θη ἐν βου­λῇ ἀ­σε­βῶν καὶ ἐν ὁδῷ ἁ­μαρ­τω­λῶν οὐκ ἔ­στη καὶ ἐ­πὶ κα­θέ­δρᾳ λοι­μῶν οὐκ ἐ­κά­θι­σεν». Δη­λα­δή, εἶ­ναι πα­νευ­τυ­χὴς καὶ μα­κά­ριος ἐ­κεῖ­νος ποὺ δὲν πῆ­γε πο­τὲ σὲ συ­νέ­δριο καὶ σύ­σκε­ψη ἀ­σε­βῶν καὶ δὲν στά­θη­κε σὲ δρό­μο ἁ­μαρ­τω­λῶν καὶ δὲν κά­θι­σε ἐ­κεῖ ὅ­που ἐ­πι­μέ­νουν χω­ρὶς με­τά­νοι­α νὰ πα­ρα­μέ­νουν δι­α­φθαρ­μέ­νοι ἄν­θρω­ποι καὶ φθο­ρο­ποι­οί. Ἡ με­τά­νοι­α εἶ­ναι ὁ ἀ­σφα­λὴς δρό­μος ποὺ ὁ­δη­γεῖ στὴν βα­σι­λεί­α τῶν οὐ­ρα­νῶν. Καὶ ὅ­ταν ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φὴ ἀ­να­φέ­ρη τὴν βα­σι­λεί­α τῶν οὐ­ρα­νῶν, ἐν­νο­εῖ τὸν Κύ­ριον καὶ τὴν κοι­νω­νί­α μα­ζί Του, δι­ό­τι ὅ­που εἶ­ναι ὁ βα­σι­λεύς, ἐ­κεῖ εἶ­ναι καὶ ἡ βα­σι­λεί­α. Ἡ με­τά­νοι­α ζω­ο­ποι­εῖ καὶ χα­ρι­τώ­νει καὶ πο­τὲ δὲν τε­λει­ώ­νει. Ἡ με­τά­νοι­α εἶ­ναι ὥ­ρα χά­ρι­τος, εἶ­ναι δῶ­ρο ποὺ προ­σφέ­ρε­ται ἀ­πὸ τὸν οὐ­ρα­νὸ καὶ δι­α­τη­ρεῖ τὴν χά­ρη καὶ τὸ «φῶς τὸ ἀ­λη­θι­νό» στὴν ψυ­χή μας. Καὶ λέ­γον­τας με­τά­νοι­α δὲν ἐν­νο­οῦ­με μί­α τυ­πι­κὴ ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση ἀλ­λὰ μί­α ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κὴ ἀλ­λα­γὴ ζω­ῆς. Θέ­λεις, ἀ­δελ­φέ, νὰ φο­ρέ­σεις τὴν φο­ρε­σιὰ τῆς με­τα­νοί­ας; Ἀ­γά­πη­σε τὴν τα­πεί­νω­ση, για­τί αὐ­τὴ εἶ­ναι «στο­λὴ Θε­ό­τη­τος».
Ἄς πα­ρα­κα­λέ­σου­με τὸν Κύ­ριο, ἀ­γα­πη­τοί μου ἀ­δελ­φοί, νὰ με­τα­μορ­φώ­σει τὸ σῶ­μα μας, νὰ θε­ρα­πεύ­σει τὴν ψυ­χή μας. Νὰ θε­ώ­σει μὲ τὴ χά­ρη Του «τὴν σω­τή­ριον πᾶ­σιν ἀν­θρώ­ποις» τὴν ὕ­παρ­ξή μας. Ἀ­μήν.
 Πηγή: Ιερά Μητρόπολη Χίου

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ 3 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2016

ICXCNIKA
Ἀ­ριθ­μὸς 1
Κυ­ρια­κὴ πρὸ τῶν Φώ­των
3 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου 2016
(Μάρκ. α΄, 1-8)
Ἡ ση­με­ρι­νὴ Κυ­ρια­κή, ἀ­γα­πη­τοὶ ἐν Κυ­ρί­ῳ ἀ­δελ­φοί, εἶ­ναι ἡ Κυ­ρια­κὴ πρὸ τῶν Φώ­των. Γι᾿ αὐ­τὸ καὶ δι­α­βά­σα­με τὴν εὐ­αγ­γε­λι­κή πε­ρι­κο­πή, ποὺ μό­λις ἀ­κού­σα­με, ἡ ὁ­ποί­α ἀ­να­φέ­ρε­ται στὴ Βά­πτι­ση τοῦ Κυ­ρί­ου.
Αὐ­τή ἡ πε­ρι­κο­πὴ ἀ­πο­τε­λεῖ τὴν ἀρ­χὴ τοῦ κα­τὰ Μᾶρ­κον Εὐ­αγ­γε­λί­ου. Τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο αὐ­τό, ποὺ θε­ω­ρεῖ­ται τὸ πρῶ­το χρο­νο­λο­γι­κὰ ποὺ γρά­φτη­κε, πα­ρα­λεί­πον­τας τὰ σχε­τι­κὰ μὲ τὴ Γέν­νη­ση τοῦ Χρι­στοῦ μας, ἀρ­χί­ζει τὴ δι­ή­γη­ση ἀ­πὸ τὸ κή­ρυγ­μα καὶ τὸ βά­πτι­σμα τοῦ Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Προ­δρό­μου, κα­θὼς καὶ τὴ Βά­πτι­ση τοῦ Κυ­ρί­ου ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ. Καὶ πῶς ἀρ­χί­ζει; «Ἀρ­χὴ τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, Υἱ­οῦ τοῦ Θε­οῦ». Τού­τη ἡ μι­κρὴ φρά­ση συ­νο­ψί­ζει τὸ ὅ­λο σω­τή­ριο ἔρ­γο τοῦ ἐ­ναν­θρω­πή­σαν­τος Υἱ­οῦ τοῦ Θε­οῦ. Εὐ­αγ­γέ­λιο θὰ πεῖ ἡ κα­λὴ, χαρ­μό­συ­νη ἀγ­γε­λί­α, τὸ εὐ­φρό­συ­νο μή­νυ­μα, τὸ μό­νο χα­ρο­ποι­ὸ μή­νυ­μα, ὅ­τι ὁ Υἱ­ὸς καὶ Λό­γος τοῦ Θε­οῦ, ἀ­πὸ ἄ­κρα ἀ­γά­πη στὸ πλά­σμα Του, ποὺ ἔ­πε­σε στὴν ἁ­μαρ­τί­α τῆς πα­ρα­κο­ῆς τοῦ θεί­ου θε­λή­μα­τος καὶ ἐ­ξο­ρί­στη­κε ἀ­πὸ τὸν πα­ρά­δει­σο σὲ τού­τη τὴ γῆ τοῦ κλαυθ­μῶ­νος, ὑ­πέ­πε­σε δὲ στὴ φθο­ρὰ καὶ τὸν θά­να­το, ἦλ­θε στὴ γῆ, ἔ­λα­βε σάρ­κα καὶ ψυ­χὴ ἀν­θρώ­πι­νη, προ­σέ­λα­βε ὅ­λη τὴν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση, γιὰ νὰ τὴν ἁ­γιά­σει, νὰ τὴ θε­ώ­σει.
Καί, ὅ­πως κα­τὰ και­ροὺς εἶ­χε στεί­λει στὴν ἐ­πο­χὴ τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης δί­και­ους καὶ προ­φῆ­τες, ἀ­πέ­στει­λε «πρὸ προ­σώ­που αὐ­τοῦ» τὸν ἔν­σαρ­κο ἄγ­γε­λό Του, δηλ. ἀγ­γε­λι­α­φό­ρο, τὸν Ἰ­ω­άν­νη τὸν Πρό­δρο­μο, ποὺ μὲ τὸ κή­ρυγ­μά του καὶ τὸ βά­πτι­σμά του προ­ε­τοί­μα­σε τὸν δρό­μο γιὰ τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο τῆς τε­λει­ό­τη­τος, τὴ ζω­ὴ τῆς χά­ρι­τος, ποὺ ἐ­πρό­κει­το σύν­το­μα νὰ κη­ρύ­ξει ὁ Κύ­ριος ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός.
Με­τὰ λοι­πὸν ἀ­πὸ μί­α ἰ­σάγ­γε­λη ζω­ὴ τριά­ντα τό­σων χρό­νων στὴν ἔ­ρη­μο τοῦ Ἰ­ορ­δά­νη, ὑ­πα­κού­ον­τας σὲ θε­ϊ­κὴ προ­στα­γὴ ὁ Ἰ­ω­άν­νης, ὁ υἱ­ὸς τοῦ ἀρ­χι­ε­ρέ­α Ζα­χα­ρί­α καὶ τῆς Ἐ­λι­σά­βετ, ἔρ­χε­ται στὰ πε­ρί­χω­ρα τοῦ Ἰ­ορ­δά­νη πο­τα­μοῦ, γιὰ νὰ κη­ρύ­ξει βά­πτι­σμα με­τα­νοί­ας.
Ὁ Ἰ­ω­άν­νης ὑ­πῆρ­ξε ὁ πρῶ­τος ἀ­σκη­τὴς τῆς ἐ­πο­χῆς τῆς χά­ρι­τος, τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης, καὶ ἔ­γι­νε ὁ μέ­γι­στος τῶν προ­φη­τῶν καὶ εὔ­λο­γα κα­τέ­στη ὁ προ­στά­της καὶ ἀρ­χη­γὸς τοῦ τάγ­μα­τος τῶν μο­να­χῶν. Καὶ τί κή­ρυσ­σε ὁ Τί­μιος Πρό­δρο­μος; Δύ­ο με­γά­λα πράγ­μα­τα: Τὴ με­τά­νοι­α καὶ τὴν πί­στη στὴν ἐ­πι­κεί­με­νη τό­τε ἔ­λευ­ση τοῦ Λυ­τρω­τῆ Ἰ­η­σοῦ. Βλέ­πον­τας οἱ ἄν­θρω­ποι τῆς πε­ρι­ο­χῆς ὅ­λης τῆς Ἰ­ου­δαί­ας καὶ τῶν Ἱ­ε­ρο­σο­λύ­μων τὴν ἰ­σάγ­γε­λη βι­ο­τή του, ἔ­τρε­χαν δι­ψα­σμέ­νοι γιὰ λό­γο Θε­οῦ σ᾿ αὐ­τόν. Κι ἀ­κού­γον­τας τὸ πύ­ρι­νο ἐ­κεῖ­νο καὶ οὐ­ρά­νιο κή­ρυγ­μα τῆς με­τά­νοι­ας, ἐ­ξο­μο­λο­γοῦν­ταν δη­μό­σια ὁ κα­θέ­νας τὶς ἁ­μαρ­τί­ες του καὶ βα­πτί­ζον­ταν ἀπ᾿ αὐ­τὸν στὸν Ἰ­ορ­δά­νη, σὰν σύμ­βο­λο τῆς ἄ­φε­σης, τῆς συγ­χώ­ρη­σής τους. 
Κι ἐ­πει­δὴ ὁ­ρι­σμέ­νοι θε­ω­ροῦ­σαν, πὼς αὐ­τὸς ἦ­ταν ὁ ἀ­να­με­νό­με­νος Μεσ­σί­ας, κή­ρυσ­σε ξε­κά­θα­ρα ὁ θεῖ­ος Βα­πτι­στής καὶ μὲ κά­θε τα­πεί­νω­ση: «Ἐ­γὼ κά­νω τὸ ἔρ­γο, ποὺ μὲ πρό­στα­ξε ὁ Θε­ός, μὰ δέν εἶ­μαι τί­πο­τα. Ἔρ­χε­ται σύν­το­μα ὁ ἰ­σχυ­ρό­τε­ρός μου, ὁ σαρ­κω­μέ­νος Υἱ­ὸς τοῦ Θε­οῦ, τοῦ ὁ­ποί­ου δὲν εἶ­μαι ἄ­ξιος νὰ σκύ­ψω καὶ νὰ λύ­σω τὰ ράμ­μα­τα τῶν ὑ­πο­δη­μά­των του. Ἐ­γὼ σᾶς βα­πτί­ζω στὸ νε­ρὸ συμ­βο­λι­κά. Αὐ­τὸς θὰ σᾶς βα­πτί­σει  μὲ τὸ Μυ­στή­ριο τοῦ Ἁ­γί­ου Βα­πτί­σμα­τος ποὺ θὰ δω­ρή­σει τὴ χά­ρη τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος».
Ἀ­γα­πη­τοί μου ἀ­δελ­φοί, ἡ μορ­φή, ἡ βι­ο­τὴ καὶ τὸ κή­ρυγ­μα τοῦ Προ­δρό­μου Ἰ­ω­άν­νου ἔ­χουν πολ­λὰ νὰ μᾶς εἰ­ποῦν καὶ ἐ­μᾶς σή­με­ρα, ὄ­χι μό­νο ἐ­νό­ψει τῆς ἑ­ορ­τῆς τῆς Βά­πτι­σης τοῦ Κυ­ρί­ου, ἀλ­λὰ γιὰ ὅ­λη μας τὴ ζω­ή. Κα­λού­μα­στε νὰ μι­μη­θοῦ­με, ἔ­στω λί­γο, τὸ κα­τὰ δύ­να­μη ὁ κα­θέ­νας, τὴν ἐ­νά­ρε­τή του πο­λι­τεί­α, τὴν ἄ­σκη­σή του, τὴν ἀ­γά­πη στὸν Θε­ὸ καὶ τὴν ὑ­πα­κο­ὴ στὸ θέ­λη­μά Του. Τὸ κή­ρυγ­μα τῆς με­τά­νοι­ας πα­ρα­μέ­νει ζων­τα­νὸ στοὺς αἰ­ῶ­νες: «Με­τα­νο­εῖ­τε· ἤγ­γι­κε γὰρ ἡ βα­σι­λεί­α τῶν οὐ­ρα­νῶν.» Αὐ­τό, ποὺ ζη­τεῖ ἀ­πὸ ἐ­μᾶς ὁ Θε­ός, ἀ­δελ­φοί, εἶ­ναι με­τά­νοι­α, ἀλ­λα­γὴ δηλ. καὶ δι­όρ­θω­ση τοῦ νοῦ, τοῦ φρο­νή­μα­τος, τῆς ζω­ῆς μας.
           Μό­νο μὲ τὸν τρό­πο τοῦ­το, τὴν ὁ­λό­ψυ­χη δηλ. με­τά­νοι­ά μας ὡς προ­σώ­πων, ὡς κοι­νω­νί­ας, ὡς ἔ­θνους, θὰ ἑλ­κύ­σου­με τὴ Χά­ρη τοῦ Φι­λάν­θρω­που Θε­οῦ, ποὺ εἶ­ναι εὔ­σπλαγ­χνος καὶ ἐ­λε­ή­μων. Καὶ οἱ ὅ­ποι­ες ση­με­ρι­νὲς κρί­σεις εἶ­ναι ἀ­πο­τέ­λε­σμα τῆς πνευ­μα­τι­κῆς μας κρί­σης. Ἀλ­λά, νὰ ἔ­χου­με πί­στη, ἐλ­πί­δα καὶ θάρ­ρος. Ὁ Θε­ός, ποὺ ἐ­πέ­τρε­ψε γιὰ τὸ κα­λὸ καὶ συμ­φέ­ρον μας τὶς ση­με­ρι­νὲς δο­κι­μα­σί­ες, δὲν μᾶς ἐγ­κα­τα­λεί­πει. Κι ὅ­πως μᾶς ὑ­πο­σχέ­θη­κε, θὰ τη­ρή­σει τὸν λό­γο Του: «Ζη­τεῖ­τε πρῶ­τον τὴν βα­σι­λεί­αν τοῦ Θε­οῦ, καὶ ταῦ­τα πάν­τα προ­στε­θή­σε­ται ὑ­μῖν.» Ὅ­ταν ἀ­γω­νι­ζό­μα­στε νὰ κά­νου­με τὸ θέ­λη­μά Του καὶ ἔ­χου­με με­τά­νοι­α, καὶ ἡ οἰ­κο­νο­μι­κὴ καὶ ἡ ἐ­θνι­κὴ  καὶ ἡ ὅ­ποι­α ἄλ­λη κρί­ση θὰ πα­ρέλ­θουν. Καὶ θὰ ἀ­ξι­ω­θοῦ­με νὰ δι­έλ­θου­με καὶ τού­τη τὴν πρό­σκαι­ρη ζω­ὴ μὲ εὐ­λο­γί­α καὶ εἰ­ρή­νη καὶ νὰ εἰ­σέλ­θου­με στὴν ἀ­λη­θι­νὴ καὶ μό­νι­μη καὶ αἰ­ώ­νια ζω­ή, χά­ρι­τι καὶ φι­λαν­θρω­πί­α τοῦ ἐν Τριά­δι Θε­οῦ, στὸν ὁ­ποῖ­ο ἀ­νή­κει δό­ξα καὶ με­γα­λω­σύ­νη στοὺς αἰ­ῶ­νες. Ἀ­μήν!

Τετάρτη 6 Ιανουαρίου 2016

ΤΕΤΑΡΤΗ 6 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2016




Η ΕΟΡΤΗ ΤΩΝ ΘΕΟΦΑΝΕΙΩΝ ΣΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΛΑΤΟΜΙΤΙΣΣΑ



Μεγάλη εορτή του Χριστιανισμού, σε ανάμνηση της Βάπτισης του Ιησού Χριστού στον Ιορδάνη ποταμό από τον Αγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο (ή Βαπτιστή). Εορτάζεται κάθε χρόνο στις 6 Ιανουαρίου και είναι η Τρίτη και τελευταία εορτή του Δωδεκαημέρου που ξεκινά με τα Χριστούγεννα. Λέγεται επίσης, Επιφάνεια και Φώτα.
Το όνομα της εορτής προκύπτει από τη φανέρωση των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδας, που σύμφωνα με τις Γραφές συνέβη κατά τη Βάπτιση του Ιησού.     
Στην ενορία μας  εορτάστηκαν και εφέτος τα Αγια Θεοφάνεια  με λαμπρότητα και μεγαλοπρέπεια. Ετσι  ολοκληρώθηκαν με την  εορτή  των Φώτων και  τον Αγιασμό των υδάτων, οι εορτές του Δωδεκαημέρου.
           Την παραμονή  των Θεοφανείων  Τρίτη 5 Ιανουαρίου 2016, τελέστηκε ο  Ορθρος, η  Ακολουθία των Μεγάλων  Ωρών της εορτής,  ο Μέγας Εσπερινός των Θεοφανείων μετά της Θ. Λειτουργίας του Μ. Βασιλείου και εν συνεχεία στο τέλος η Ακολουθία του «Μεγάλου Αγιασμού». Με φαναράκια  οι πιστοί έφεραν  το άγιο φως και τον Αγιασμό στα σπιτικά τους, ενώ ο εφημέριος   περιήλθε σε όλη την ενορία με το Σταυρό και ένα κλωνί  βασιλικό για να αγιάσει όλους τους ενορίτες έναν - έναν ξεχωριστά.

        Την κυριώνυμον ημέραν Τετάρτη 6 Ιανουαρίου 2016  εορτή των Θεοφανείων ο εφημέριος του Ιερού μας Ναού   Πρωτοπρεσβύτερος  Βασίλειος Φιλιππάκης, τέλεσε την Θεία Λειτουργία του Αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου, με κατάνυξη και  μεγαλοπρέπεια,  ενώ έψαλλαν οι μαθητές  της Βυζαντινής μουσικής του Κουκουναρείου Πνευματικού Κέντρου της ενορίας μας, υπό την διεύθυνση  του Χοράρχου  τους και Πρωτοψάλτη του Ιερού μας Ναού κ. Θεοδώρου Κουτσούδη.

Κατόπιν  ο  ιερέας τέλεσε τον «Μεγάλο Αγιασμό»  εις το μέσον του Ιερού Ναού   εκεί όπου είχε  διακοσμηθεί   με  κλαδιά από φοίνικες.

        Γεμάτη η εκκλησία  μας από πλήθος  πιστών παρ’όλο το συννεφιασμένο καιρό που επικρατούσε, παρακολούθησαν   με συγκίνηση και  ευλάβεια την μεγάλη ημέρα των Θεοφανείων.

         Κάθε χρόνο  τρία   ολόλευκα περιστεράκια, τα οποία κάθε χρόνο τα προσφέρει η κ. Σοφία Μπεκριδάκη, - εκκλησιάστηκαν κι αυτά μέσα σε κλουβάκι,  περιμένοντας υπομονετικά,  την ώρα της απελευθέρωσής τους – ένδειξη  ειρήνης και φιλίας αλλά και το σύμβολο του Αγίου Πνεύματος.- 

        Μετά το τέλος των Ιερών Ακολουθιών  ο π. Βασίλειος  εξήλθε του Ιερού Ναού και κατευθύνθηκε  προς  το παραδοσιακό πηγαδάκι ρίχνοντας τρεις φορές το σταυρό μέσα, ψέλνοντας το:  
«Ἐν Ἰορδάνῃ βαπτιζομένου σου, Κύριε, ἡ τῆς Τριάδος ἐφανερώθη προσκύνησις· τοῦ γὰρ Γεννήτορος ἡ φωνὴ προσεμαρτύρει σοι, ἀγαπητὸν σε Υἱὸν ὀνομάζουσα, καὶ τὸ Πνεῦμα ἐν εἴδει περιστερᾶς, ἐβεβαίου τοῦ λόγου τὸ ἀσφαλές».

Οι πιστοί παρέμειναν εντός της εκκλησίας με υπομονή και αντάλλασαν ευχές μεταξύ τους.
       Ολος ο κόσμος ευχαριστήθηκε  και απόλαυσε  την  Μεγάλη Ημέρα  των Φώτων ευχόμενοι και του χρόνου  να είμαστε όλοι καλά να συνεορτάσομε το ευλογημένο Δωδεκαήμερο. Καλή χρονιά και ευλογημένη δια πρεσβειών της Παναγίας της Οδηγήτριας (Λατομίτισσας).
























Παρασκευή 1 Ιανουαρίου 2016

ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ 2016



ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ 2016


Η ΠΕΡΙΤΟΜΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ

ΗΜΩΝ  ΙΗΣΟΥ  ΧΡΙΣΤΟΥ

 ΚΑΙ  ΑΓΙΟΥ  ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ  
ΤΟΥ  ΜΕΓΑΛΟΥ























Tην πρώτη ημέρα του νέου χρόνου και με την ευλογημένη εορτή του Αγίου Βασιλείου του Μεγάλου, προσδοκούμε τις άφθονες ευλογίες και τα μεγάλα δωρήματα του Θεού. Θα συνεχίσομε να τον δοξολογούμε και να τον τιμούμε με την λατρεία μας και με την πιστή προσφορά  όλων μας.


Στην ενορία μας την Παναγία Λατομίτισσα εορτάσαμε και φέτος με κάθε εκκλησιαστική μεγαλοπρέπεια την 1η Ιανουαρίου 2016.  Παρ’ όλες τις αντίξοες καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν το πρωί της Πρωτοχρονιάς αρκετοί πιστοί προσήλθαν  να προσκυνήσουν  την εικόνα του  Αγίου  Βασιλείου.
Η  Ιερά Θεία Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου ιδιαίτερη  και  διαφορετική. Ο ιερέας του Ναού π. Βασίλειος  Φιλιππάκης   συγκινημένος λόγω της ημέρας,  - εορτάζoν  ο ίδιος, -  μαζί με την χορωδία των ιεροψαλτών μας  απέδωσαν  με Βυζαντινή μεγαλοπρέπεια τους ωραίους Υμνους του  Μεγάλου  Βασιλείου.

Την καθιερωμένη Αγιοβασιλόπιττα ευλόγησε και έκοψε  μετά το  τέλος της Θείας Λειτουργίας εντός του Ιερού Ναού ο εφημέριός μας.
Για τον καθένα ξεχωριστά  είχε ατομικά  βασιλοπιτάκια  έχοντας για δώρο  σε εκείνον που θα εύρισκε το φλουρί μία ωραιότατη εικόνα του Μεγάλου Βασιλείου.

Ολοι του ευχήθηκαν  από τα βάθη της καρδιάς  τους   -  ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ – με υγεία  και να τον έχει ο Θεός καλά, να συνεχίσει το Πνευματικό και φιλανθρωπικό  του έργο στην ενορία μας.
       Ευχή μας ο Κύριος να λάμψει στις καρδιές μας και να τις καθοδηγεί πάντα στο Αγιο θέλημά του.

"ΚΑΛΗ  ΚΑΙ ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΗ ΧΡΟΝΙΑ
 ΕΥΧΟΜΑΣΤΕ  ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΜΕ ΥΓΕΙΑ ΕΥΤΥΧΙΑ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΚΑΡΠΟΦΟΡΙΑ ΤΟ 2016».